Η ζέστη των τροπικών επιβραδύνει την έρευνά του. Αλλά ο συνταξιούχος επιθεωρητής πασχίζει να διατηρήσει την ενάργειά του και να ανακαλύψει τη λύση στον γρίφο. Ο Κάρλος εξαφανίζεται στη μέση μιας οικογενειακής συγκέντρωσης σε ένα εστιατόριο. «Εσπρωξε προς τα πίσω την καρέκλα του, ζήτησε συγγνώμη και έφυγε από το τραπέζι για να πάει στην τουαλέτα. Είχαμε τελειώσει τα ορεκτικά μας και απολαμβάναμε τα κυρίως πιάτα» αναφέρει η μητέρα του. Ή μήπως όχι; Μήπως δεν είναι η μητέρα του; Μήπως δεν έτρωγαν σε ένα εστιατόριο; Μήπως οι υπάλληλοι στην εταιρεία όπου δούλευε είναι ηθοποιοί που παίζουν έναν ρόλο; Καθώς ο επιθεωρητής ακολουθεί τα ίχνη του εξαφανισμένου νεαρού, οδηγείται έξω από την πόλη, στην καρδιά του δάσους. «Ξύπνησε με το νερό να αναβλύζει αχνίζοντας από τη γη. Φως και ομίχλη. Κρύωνε, κουλουριάστηκε, είδε τη γη να ξεφλουδίζει από την πάχνη. Είχε αφήσει ένα σημάδι στο χώμα, μια κατεύθυνση την οποία θα μπορούσε να ξαναπάρει, αλλά του ήταν αδύνατον να το βρει». Το μυθιστόρημα «Γη χωρίς τέλος» του 36χρονου Σκωτσέζου Μάρτιν ΜακΙνες, με μπορχεσιανές αποχρώσεις, μοιάζει ενταγμένο στην άτυπη σφαίρα επιρροής του καφκικού ύφους (δεν είναι ίσως τυχαίο ότι το μότο της Κλαρίσε Λισπέκτορ από «Τα κατά Α.Γ. Πάθη» που χρησιμοποιεί αναφέρει: «Γιατί θα έπρεπε να αηδιάζω με τον πολτό που βγήκε μέσα από την κατσαρίδα;»). Ενα δείγμα πειραματικής γραφής για τις ρευστές ταυτότητες, και το ατέρμονο καθρέφτισμα της πραγματικότητας στην ψευδαίσθηση.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ