«Ας πάω για τρέξιμο» σκέφτηκε ο Γιώργος. «Τώρα που έχει ακόμη φως, πριν σκοτεινιάσει». «Θα έχει δροσιά στο Αλσος σήμερα, αλλά μπα, καλύτερα όχι μόνος εκεί». Ο Γιώργος αγαπούσε το τρέξιμο, του έκανε καλό και το χρειαζόταν στη ζωή του. Ενιωθε τυχερός που μπορούσε να το κάνει. Αυτά σκεφτόταν όσο έτρεχε… Στο σταυροδρόμι δίστασε λίγο. «Από εδώ καλύτερα! Ο άλλος δρόμος είναι πολύ ερημικός. Ας μην το ρισκάρω». Ακόμη θυμόταν εκείνον τον οδηγό που σταμάτησε το αυτοκίνητο δίπλα του, κατέβασε το τζάμι και άρχισε να  λέει χυδαιότητες. «Αν ξανασυμβεί πάντως, θα δείξω ψυχραιμία και θα κάνω επιτόπου αναστροφή. Είναι μονόδρομος, δεν θα με ακολουθήσει…».

Κάτι δεν κολλάει στην ιστορία, ε; Για αλλάξτε το όνομα από Γιώργος σε Μαρία. Μήπως τώρα όλα ακούγονται πιο «φυσιολογικά»;  Δυστυχώς, ναι. Η παρενόχληση στον δρόμο είναι κάτι πολύ σύνηθες στις γυναίκες δρομείς. Μπορεί οι άντρες να εκπλαγούν ή να το θεωρήσουν υπερβολή, ωστόσο σκέψεις σαν τις παραπάνω προκύπτουν αυθόρμητα σε εμάς τις γυναίκες πριν βγούμε στον δρόμο. Γι’ αυτό παίρνουμε μέτρα πρόληψης όχι μόνο για αποφυγή ατυχήματος – κάτι που κάνουν όλοι οι δρομείς ανεξαρτήτως φύλου – αλλά και «για καλό και για κακό».

«Ας πάω για τρέξιμο» θα σκέφτηκε η Σούζαν Ιτον τη μοιραία μέρα που βγήκε να κάνει αυτό που συνήθιζε κι αγαπούσε. Εκείνο το τρέξιμο ήταν το τελευταίο της. Από την πρώτη στιγμή που έμαθα το συγκλονιστικό συμβάν σοκαρίστηκα. Ταυτίστηκα. Θα μπορούσα να βρισκόμουν στη θέση της εγώ, όπως και κάθε άλλη γυναίκα που έτρεχε ή περπατούσε στον δρόμο. Οχι, η Σούζαν δεν ήταν άτυχη. Αρνούμαι να τη θεωρήσω ποσοστό σε πίνακα στατιστικών δεδομένων. Ούτε βρέθηκε στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή. Η Σούζαν δεν έκανε τίποτα λάθος. Η Σούζαν κακοποιήθηκε άγρια, βασανίστηκε βάναυσα και δολοφονήθηκε από έναν άνδρα ο οποίος το ήθελε και το μπορούσε.

Δυστυχώς, η τραγική κατάληξη της αμερικανίδας βιολόγου έφερε στην επιφάνεια κάτι που οι γυναίκες δρομείς δεν θέλουμε ούτε να πολυσκεφτόμαστε, ίσως ούτε να παραδεχτούμε. Πως εκεί έξω στον δρόμο είμαστε ευάλωτες. Καθεμιά μας έχει σίγουρα να διηγηθεί τουλάχιστον ένα στιγμιότυπο παρενόχλησης ενώ έτρεχε: κακόβουλα, κοροϊδευτικά σχόλια για το ντύσιμο ή τον σωματότυπό της, σεξιστικά, χυδαία υπονοούμενα αλλά και εννοούμενα, προσβλητικούς ήχους και χειρονομίες. Κάποιες έχουν να αναφέρουν και πιο επικίνδυνα περιστατικά, όπως απειλές, βίαιη σωματική επαφή, ακόμη και επιθέσεις. Συχνά μάλιστα η προσπάθεια των γυναικών να αντιδράσουν ή να αμυνθούν ωθεί τους θύτες σε βιαιότερες συμπεριφορές, κάτι που κάνει την κατάσταση πολυπλοκότερη.

Η παρενόχληση – με λόγια ή πράξεις – ανήκει στο ευρύτερο φάσμα επιθετικών συμπεριφορών. Δεν είναι μόνο δυσάρεστη, προσβλητική, ενοχλητική κι ανεπιθύμητη αλλά απειλητική. Ως εκ τούτου δεν πρέπει να την υποτιμούμε. Δεν είναι αθώα. Εχει πάντα στόχο τον εκφοβισμό και την ψυχολογική ή/και σωματική κακοποίηση του θύματος. Ευδοκιμεί στο «σκοτάδι», γι’ αυτό οφείλουμε να την αποκαλύπτουμε και να την καταγγέλλουμε. Πώς την αναγνωρίζουμε; Πρόκειται για συγκεκριμένες συμπεριφορές που μας κάνουν να νιώθουμε άβολα, δυσάρεστα, γίνονται παρά τη θέλησή μας, καταπατούν τα προσωπικά μας όρια και δικαιώματα και μπορεί να απειλούν την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά μας. Σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούνται ως χιούμορ, πλάκες ή κομπλιμέντα και ενδείξεις θαυμασμού (ήμαρτον… έχει ακουστεί κι αυτό!) και ποτέ, μα ποτέ, δεν «προκαλούνται» από τα ίδια τα θύματα που «τα ‘θέλανε»!

Οσοι παρενοχλούν δεν σημαίνει πως είναι εν δυνάμει δολοφόνοι. Ομως και μόνο το γεγονός πως κάνουν ό,τι κάνουν απλά και μόνο επειδή μπορούν, πως παίζουν ένα παιχνίδι εξουσίας και δύναμης εις βάρος κάποιων που δεν συναινούν σε αυτό, είναι χαρακτηριστικό σημάδι μιας νοσηρής έως επικίνδυνης νοοτροπίας ανωτερότητας. Αλλωστε μην ξεχνάμε πως παρενοχλήσεις δεν συμβαίνουν μόνο στους δρόμους αλλά πρόκειται για κοινωνικό φαινόμενο που συναντάμε και μέσα στις οικογένειες, τις παρέες, τα σχολεία, τα εργασιακά περιβάλλοντα. Οι ρίζες είναι βαθύτερες λοιπόν και «φωνάζουν» ανυπαρξία σεβασμού στην ανθρώπινη ύπαρξη, ανισότητα και ρατσισμό.

O Τζον Λένον είχε πει πως «υπάρχουν δύο βασικές κινητήριες δυνάμεις: ο φόβος και η αγάπη». Προφανώς και καθεμία οδηγεί τις επιλογές μας προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Δεν θέλω ο φόβος να καθορίζει τη ζωή μου. Ούτε το τρέξιμό μου φυσικά. Δεν αρκούν λοιπόν οδηγίες πρόληψης του κακού – ρίχνοντας πάλι την ευθύνη σε εμάς τις γυναίκες. Πρέπει σαν άνθρωποι και σαν κοινωνίες να αλλάξουμε εκ βαθέων ώστε να φτάσουμε κάποια στιγμή να μη χρειαζόμαστε τέτοιες οδηγίες. Το χρωστάμε στους εαυτούς μας, στα παιδιά μας, στη Σούζαν.  Εχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας.