Πλησίαζε το πλοίο στην Αίγινα, ήμουν στο γκαράζ για να προλάβω να βγω με τη μηχανή, πριν με καπνίσουν τα φορτηγά που μαρσάρουν. Ο ψηλός μιλούσε στο τηλέφωνο. «Ελα, φτάνω στο νησί να ξεκουραστώ λίγο. Εφαγα και τον σεισμό. Πανικός σου λέω. Ναι, ναι και πού ΄σαι, ήρθε ο καινούριος, πολύ πλάκα – από δω κύριε, είναι η πόρτα κινδύνου – του είπα. Ασχετος σου λέω». Μιλούσε προφανώς για τον καινούριο γενικό, για τον καινούριο υπουργό, υφυπουργό, ειδικό σύμβουλο. Γελούσε, κόμπαζε, ήξερε. Ο ίδιος διαρκεί, σε αντίθεση με τον παροδικό πολιτικό προϊστάμενό του. Η συζήτηση μετά τις εκλογές, έχει ως θεμελιώδες πρόβλημα το ότι αψηφά αυτό που περιγράφω. Την απόλυτη υπεροχή μιας διαφορετικά διαρθρωμένης, εξωπολιτικής, πραγματικότητας. Οι κειμενογράφοι, προσπαθώντας να αναλύσουν το πολιτικό τοπίο, κάνουν χρήση διλημματικών κατασκευών, τις οποίες όμως εξαφανίζει τόσο η πολιτική ελαστικότητα που έχει εμπεδωθεί τα τελευταία χρόνια, όσο και η εκπληκτική προσαρμοστικότητα και ο οπορτουνισμός των κομμάτων και των πολιτών. Οι θεωρητικές προσεγγίσεις κάνουν τελικά χρήση αδρανών όρων, που έχουν χάσει τις σημάνσεις με τις οποίες οριοθετήθηκαν ιστορικά, ενώ επίσης, έχουν απολυθεί τα χαρακτηριστικά τους από τη συλλογική μνήμη. Για έναν τριαντάρη, η έννοια «σοσιαλδημοκρατία» είναι ένας πολιτικά νεφελώδης προσδιορισμός, όπως και η έννοιες «συντηρητικός πολίτης», «δικαίωμα», «κίνημα», «νόμος» κ.λπ. Οι όροι αυτοί, αποφορτισμένοι και απονοηματοδοτημένοι από μια πολιτική πραγματικότητα, εγκάρσια της παραδοσιακής πολιτικής χωροταξίας, γίνονται απλή αργκό, που ο κατατεμαχισμένος ατομικός κόσμος του τριαντάρη, η βιοποριστική και ταυτοτική αγωνία του, δεν ενδοβάλει. Εννοιολογικές συμβάσεις, χωρίς κριτική λειτουργικότητα. Η πολιτική ανάλυση έχει χρονική και εργαλειακή υστέρηση από την πραγματικότητα που προσπαθεί να ερμηνεύσει. Αλλά και στον δημόσιο λόγο «δεξιάς» μονοκαλλιέργειας, βλέπει κανείς, ακόμα μεγαλύτερη συμβατικότητα. Εθνολαϊκιστικές απλουστεύσεις, όλη η ηθογραφία που αναβιώνει πολιτικά (και που δυστυχώς επιβεβαιώνεται και με υπουργοποιήσεις) ή μια παπαγαλία νεωτερικότητας, οργανώνουν τις διήκουσες της δεξιάς κοινοτοπίας. Τα κείμενα, ο δημόσιος λόγος είναι σαν διαφημιστικό φυλλάδιο, που αναφέρει ως προϋπόθεση το ζητούμενο και όπου αντί της λογικής συνάφειας, έχουμε ταυτολογία.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ