Για το βρετανικό wit έχω γράψει πάλι στο παρελθόν. Περισσότερο και από ένας απαράμιλλος συνδυασμός χιούμορ και γνώσης ή ένας απολαυστικός τρόπος έκφρασης, το wit είναι ένας τρόπος σκέψης – μια σχολή σκέψης από μόνο του, ασυμφιλίωτη εκ προοιμίου με κάθε μορφής σοβαροφάνεια και ιδίως την ακαδημαϊκή. Στην ελληνική πνευματική κοινότητα το να αστειευτείς με σοβαρά ζητήματα ηχεί ήδη ασυγχώρητα ιερόσυλο. Εδώ ένα κι ένα κάνουν δύο: για τα σοβαρά θέματα μιλάμε (και γράφουμε) σοβαρά, για τα αστεία θέματα μιλάμε (και γράφουμε) αστεία. Εχουμε απομακρυνθεί τόσο πολύ από την εποχή του Αριστοφάνη που, εν καιρώ Πελοποννησιακού Πολέμου, αστειευόταν με καλαμπούρια που σήμερα αναμφίβολα θα έφεραν ανεξίτηλη τη στάμπα της «εθνικής προδοσίας», ώστε να μας φαίνεται πλέον πλήρως ακατανόητη μια κουλτούρα όπως η βρετανική που βρίσκει το κουράγιο – ακόμη πιο βλάσφημα, βρίσκει την… έμπνευση! – να αστειευτεί με τη δυστυχία ή με το πένθος. Αναρωτιέμαι πόσοι από εμάς τους Νεοέλληνες θα χαμογελούσαν έτσι και αντίκριζαν, το εφιαλτικό καλοκαίρι του 1940, την επομένη ενός εισέτι ανηλεούς βομβαρδισμού της Λουφτβάφε, ένα σχεδόν ισοπεδωμένο εμπορικό κατάστημα του Λονδίνου, με αναρτημένη την επιγραφή: «Ανοιχτά τώρα και τα Σαββατοκύριακα!».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ