Το εκλογικό σύστημα φαίνεται πως θα αποτελέσει ένα από τα μεγάλα πεδία σύγκρουσης ανάμεσα στα κόμματα το ερχόμενο φθινόπωρο. Δεν θα έπρεπε. Αντίθετα, ο νέος εκλογικός νόμος θα πρέπει να είναι προϊόν μιας ευρείας συναίνεσης, η οποία με τη σειρά της θα θεμελιώνεται σε ορισμένες κοινές παραδοχές που, περισσότερο από την όποια ιδεολογία, θα υπακούουν στη λογική.
Μια τέτοια κοινή παραδοχή είναι πως το εκλογικό σύστημα δεν μπορεί να αλλάζει κάθε τρεις και λίγο. Στις ώριμες δημοκρατίες το σύστημα είναι ένα και σταθερό. Ακόμη περισσότερο, δεν αλλάζει με κάποια ιδεολογική επίφαση, αλλά με προφανή σκοπό να δυσκολευτεί κάποιο από τα αντίπαλα κόμματα να κυβερνήσει. Δεν αλλάζει δηλαδή εις βάρος της πολιτικής σταθερότητας.
Μια δεύτερη κοινή παραδοχή είναι πως σε μια χώρα όπως η δική μας, όπου δεν είναι ισχυρή η κουλτούρα της συναίνεσης, σταθερό πολιτικό περιβάλλον εξασφαλίζουν οι κατά το δυνατόν σταθερές κυβερνήσεις. Το παράδειγμα της μεταπολεμικής Ιταλίας, μιας χώρας όπου οι κυβερνήσεις άλλαζαν σχεδόν κάθε έξι μήνες, είναι απολύτως ενδεικτικό. Η ελληνική οικονομία δεν αντέχει την πολιτική ιταλοποίηση.
Μια τρίτη κοινή παραδοχή, τέλος, είναι πως το εκλογικό σύστημα πρέπει να ταιριάζει στην πολιτική κουλτούρα της χώρας μας. Συστήματα εισαγωγής δεν είναι βέβαιο πως θα αποδώσουν τα αναμενόμενα, χωρίς τουλάχιστον την κατάλληλη προσαρμογή στις τοπικές συνθήκες.
Χωρίς αυτές ή και άλλες κοινές παραδοχές, η συζήτηση για το εκλογικό σύστημα θα εξελιχθεί σε ακόμη μία διελκυστίνδα και όχι για την ουσία, αλλά για τις εντυπώσεις. Κανένας δεν πρέπει να ξεχνάει όμως πως το εκλογικό σύστημα άπτεται του εθνικού και όχι του κομματικού συμφέροντος.