Το πανεπιστημιακό άσυλο, όπως και ο εκλογικός νόμος, είναι από τα θέματα στα οποία θα μπορούσε να υπάρξει μια, περιορισμένου έστω χαρακτήρα, συναίνεση. Μια συμφωνία δηλαδή ανάμεσα στα κόμματα του «φιλελεύθερου τόξου» για την προώθηση ορισμένων βασικών μεταρρυθμίσεων και την καταπολέμηση προβλημάτων όπως η ανομία ή η ακυβερνησία.
Η ευκαιρία αυτή χάθηκε χθες, καθώς το ΚΙΝΑΛ επέλεξε να ψηφίσει «παρών» στην ψηφοφορία για την ενίσχυση (κατά τους υποστηρικτές της σχετικής ρύθμισης) ή την κατάργηση (κατά τους αντιπάλους της) του ασύλου. Η απόφαση αυτή δεν είχε σχέση με την αιφνιδιαστική κατάθεση δύο τροπολογιών από τον υπουργό Εργασίας – που προκάλεσε την αποχώρηση της αντιπολίτευσης από τη Βουλή -, αλλά με την ανησυχία του ΚΙΝΑΛ ότι ο νέος νόμος αφήνει παραθυράκι για περιπολίες της Αστυνομίας στα πανεπιστημιακά ιδρύματα ανεξαρτήτως του αν έχει συντελεστεί ή όχι ποινικό αδίκημα.
Η κυβέρνηση, πάλι, δεν ήθελε να αφήσει κανένα περιθώριο παρερμηνείας του νόμου. Κι έτσι αρνήθηκε να τροποποιήσει την επίμαχη παράγραφο, επιμένοντας ότι τα πανεπιστήμια δεν διαφέρουν από τους άλλους δημόσιους χώρους και ότι, όπως είπε χαρακτηριστικά ο Πρωθυπουργός, «όσοι φορούν στολή και εθνόσημο είναι όργανα της δημοκρατίας και λογοδοτούν σ’ αυτήν».
Κάποιος θα μπορούσε να διακρίνει στη στάση αυτή μια χροιά αυταρχισμού, κάποιος άλλος θα μπορούσε να μιλήσει για τη νίκη του αυτονόητου. Σε κάθε περίπτωση, η αναζήτηση της συναίνεσης θα πρέπει να συνεχιστεί. Γιατί το τελευταίο που χρειάζεται αυτός ο τόπος είναι η κυβερνητική πλειοψηφία να συνεχίσει να αποφασίζει μόνη της και η αντιπολίτευση να καταγγέλλει και να αποχωρεί.