«Οι Γιαπωνέζοι και οι δύο Ευρωπαίες κατέβηκαν, όπως κι εγώ, σωτο Καπάτσιο Πέστουμ, τον λιλιπούτειο σταθμό, απ’ όπου ξεκινάει το μονοπάτι, περιστοιχισμένο από θάμνους φορτωμένους με λουλούδια ροζ και μοβ, και οδηγεί στον αρχαιολογικό χώρο… Ο τάφος είχε ξηλωθεί και επανεγκατασταθεί μέσα σ’ ένα μουσείο που θύμιζε μαυσωλείο δικτάτορα. Πέρασα μέσα από μία απίστευτη συλλογή πορτοκαλί και μαύρων αγγείων, στα πλευρά των οποίων πετάριζαν φτερωτές Νίκες, προσπέρασα ένα μπρούντζινο άγαλμα του σάτυρου Μαρσύα που τον γδέρνει ζωντανό ο θεός Απόλλων, μια γυναικεία προτομή γεμάτη σβάστικες, το ηλιακό σύμβολο που αργότερα έγινε ναζιστικό, κι ένα κομμάτι μάρμαρο που αναπαριστά την αυτοκτονία του Αίαντα, ο οποίος πέφτει πάνω στο ξίφος του, που είναι μπηγμένο στη γη, σε μια μεσογειακή παραλλαγή του σεπούκου… Δεν θα ‘πρεπε να είμαι κι εγώ με τον γιο μου; Να τον κάνω να ωφεληθεί από αυτό το μεγαλείο, να διευρύνω το πνεύμα του, να του ξυπνήσω την περιέργεια, να καλλιεργήσω μέσα του το νόημα του χρόνου, των πολιτισμών που περνούν, εκείνον, που σύντομα θα ένιωθε ν’ απειλείται, ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι η γενιά μου, από τη λατρεία της αμεσότητας;».

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ