Από το 2009 και ακόμη περισσότερο από το 2010, η υπερχρεωμένη ελληνική οικονομία μπήκε σε υφεσιακό φαύλο κύκλο. Η αύξηση των επιτοκίων από τις διεθνείς αγορές, ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας κρίσης, ανάγκασε την κυβέρνηση να προσφύγει σε δανεισμό από τους ευρωπαίους εταίρους μας και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ο δανεισμός αυτός συνοδεύτηκε με συμφωνία μείωσης των δημοσίων δαπανών, αύξησης της φορολογίας και περιορισμού των μισθών και συντάξεων και βέβαια με επώδυνες, αλλά αναγκαίες, μεταρρυθμίσεις διαρθρωτικού τύπου (ιδιωτικοποιήσεις, άνοιγμα αγορών και επαγγελμάτων, εκσυγχρονισμός στη Διοίκηση κ.λπ.), ένα πακέτο μέτρων, το γνωστό ως Μνημόνιο. Οπως ήταν αναμενόμενο, τα παραπάνω μέτρα οδήγησαν σε βαθύ υφεσιακό φαύλο κύκλο τα χρόνια που ακολούθησαν, από τον οποίο ήταν πολύ δύσκολο να βγει η ελληνική οικονομία, με αποτέλεσμα την απώλεια του εγχώριου εισοδήματος σωρευτικά κατά 25%, την αύξηση της ανεργίας στο 27% και την απόσυρση καταθέσεων περίπου 100 δισ. ευρώ. Η σταθεροποίηση που επετεύχθη κατά το τέλος του 2014 ανατράπηκε με τους γνωστούς πειραματισμούς του πρώτου εξαμήνου του 2015, οι οποίοι οδήγησαν στα γνωστά capital controls. Από το 2016 μέχρι σήμερα, η ελληνική οικονομία μπήκε σε αναιμική ανάπτυξη με ρυθμούς 1,5%-1,8% και συνεπώς με αυτούς τους αναπτυξιακούς ρυθμούς, η ελληνική οικονομία παρέμεινε ουσιαστικά στον υφεσιακό φαύλο κύκλο που είχε ξεκινήσει το 2009- 2010. Η δημοσιονομική χαλάρωση πριν από τις πρόσφατες εκλογές, δηλαδή αύξηση των δημοσίων δαπανών από την προηγούμενη κυβέρνηση, δεν μπορούσε να δώσει την αναγκαία αναπτυξιακή ώθηση, ώστε να Μ«σπάσει» οριστικά αυτός ο φαύλος κύκλος. Πρώτον, γιατί υπάρχει η δέσμευση του 3,5% του ΑΕΠ για πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα στο πλαίσιο της συμφωνίας της χώρας με τους ευρωπαίους εταίρους και δανειστές μας και δεύτερον, γιατί αυτό θα οδηγούσε σε αύξηση της κατανάλωσης και των εισαγωγών, χωρίς να έχει προηγηθεί ανάλογη αύξηση της εγχώριας παραγωγής. Ούτε η σημερινή κυβέρνηση έχει περιθώρια αύξησης των δημοσίων δαπανών για τους ίδιους λόγους, ενώ η αύξηση του τραπεζικού δανεισμού είναι ουτοπική, καθώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ξεπερνούν το 40% και οι καταθέσεις που αποσύρθηκαν στην περίοδο της κρίσης επιστρέφουν με πολύ αργό ρυθμό. Συνεπώς, ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος, που ορθώς έχει επιλέξει η κυβέρνηση, είναι η μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών με τη βάσιμη προσδοκία ότι θα αποτελέσει σημαντικό κίνητρο για την πραγματοποίηση επενδύσεων από εγχώριους και ξένους επενδυτές, θα αυξηθεί η παραγωγή και συνεπώς οι εξαγωγές, η απασχόληση και τα εισοδήματα. Ο τρόπος αυτός «διάρρηξης» του φαύλου υφεσιακού κύκλου περιέχει κινδύνους δημοσιονομικού εκτροχιασμού, ιδίως όταν η δέσμευση της χώρας μας για πρωτογενή πλεονάσματα βρίσκεται σε ισχύ.
Τα περιθώρια μείωσης των δημοσίων δαπανών για να αντισταθμιστεί η μείωση της φορολογίας είναι μικρά, καθώς ο εξορθολογισμός τους σε βραχυχρόνια περίοδο είναι αμφίβολος με την υπάρχουσα δομή και λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, ενώ η περικοπή των δημοσίων επενδύσεων, όπως γινόταν στο παρελθόν, θα ήταν καταστροφική. Ετσι, η μείωση της φορολογίας παραμένει ο μόνος άμεσος τρόπος για να εισέλθει η ελληνική οικονομία σε αναπτυξιακό ενάρετο κύκλο, πρέπει όμως να συνδυαστεί με διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η δημοσιονομική αξιοπιστία της χώρας. Βεβαίως, σε μία πιο μεσοχρόνια βάση, εφόσον πραγματοποιηθούν, όπως προεξοφλείται, οι αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές που εκκρεμούν, θα ενισχυθεί η διεθνής εμπιστοσύνη, θα διευκολυνθούν έτσι οι ξένες επενδύσεις και συνεπώς η προσπάθεια της κυβέρνησης να «διαρραγεί» οριστικά ο φαύλος κύκλος της οικονομίας μπορεί να επιτύχει.
Ο Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός