Ενα από τα συνταρακτικότερα δημοτικά μας τραγούδια, που αναφέρεται στην ξενιτιά, μιλάει για έναν γεωργό ιθαγενή σε χώρα που κατέφευγαν παλιότερα για πολλούς λόγους (πολιτικούς, οικονομικούς, ηθικούς) Ελληνες. Καλλιεργεί ο ντόπιος, λοιπόν, το χωράφι του, έχει ζέψει το άλογό του στο αλέτρι και με το καμουτσίκι το καθοδηγεί και τότε το υνί του αλετριού βυθίζεται στο χώμα και οργώνει, δημιουργώντας αυλάκια που, σε άλλη μέρα, θα σπαρθούν. Ενώ, λοιπόν, το υνί χώνεται βαθιά στο χώμα και προχωρεί, εκεί περίπου στα μέσα του χωραφιού, ακούγεται από το βάθος της γης ένας βαθύς αναστεναγμός: «Ωχ, ωχ, μάνα μου»! Ο γεωργός τραβάει τα γκέμια, σταματάει το άλογο και ερωτά: «Ποιος φωνάζει; Ποιος αναστενάζει; Και γιατί; Καταλαβαίνω πως είσαι κάποιος ξένος που θάφτηκες στα χώματά μας, αλλά γιατί αναστενάζεις στον τάφο σου; Θυμήθηκες το σπίτι σου, τους γονείς σου και ιδιαίτερα τη μάνα σου, που επικαλείσαι, ή μήπως θυμήθηκες την αρραβωνιαστικιά σου που άφησες στη χώρα σου και ο θάνατος σε εμπόδισε να γυρίσεις και να την παντρευτείς»; Στο εξαίσιο αυτό τραγούδι ο νεκρός ομιλεί και απαντά στον ξωμάχο: «Οχι, δεν θυμήθηκα τον τόπο μου, ούτε τη μάνα μου, ούτε την αρραβωνιαστικιά μου, αλλά να, καθώς το υνί, την ώρα που όργωνες, χώθηκε βαθιά, έφτασε στον τάφο μου και μετατόπισε το φέσι μου και ασκήμινα»!
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ