Αυτό ήταν όλο. Πάει. Τι νομίζετε; 17 Αυγούστου σήμερα. Ο ήλιος ανατέλλει μετά τις εξίμισι και δύει λίγο μετά τις οκτώ. Οπως, δηλαδή, στις 25 Απριλίου. Τότε που το καλοκαίρι ήταν ακόμη η μεγάλη προσδοκία. Το ίδιο ή η ψευδαίσθησή του. Και τώρα έχουν μείνει κάτι υπόλοιπα. Του ίδιου ή της ψευδαίσθησής του.
Αυτό ήταν. Ενα ακόμη καλοκαίρι στριμωγμένο σε αγχωτικές άδειες και «παραθεριστήρια» νοικιασμένα με Airbnb. Που δεν προλαβαίνει να ξοδέψει ούτε μια ολόκληρη συσκευασία αντιηλιακού – άντε, πάλι θα χρησιμοποιήσουμε ό,τι απέμεινε σαν κρέμα σώματος για να μην πάει χαμένο. «Καλοκαίρι, στον χαμό του οδηγημένο και το ξέρει» όπως λέει και ο Σαββόπουλος. Αυτό όμως το κάνει πολύτιμο. Το ότι δεν προλαβαίνεις να το βαρεθείς. Ξέρετε κανέναν που – ό,τι κι αν λέει ακόμη κι αν δεν έκανε διακοπές – να βαρέθηκε το καλοκαίρι πριν από «από την πρώτη σταγόνα της βροχής»;
Τι έγινε παιδιά; Μίκρυναν τα καλοκαίρια μας ή μεγαλώσαμε εμείς; Εντάξει, όσο διαστέλλονται οι μνήμες τόσο συστέλλεται ο παρών χρόνος αλλά εμένα μόνο μου φαίνεται ότι, φέτος, οι καλοκαιρινοί μήνες πέρασαν σαν εβδομάδες; Ναι, μόλις πριν από σαράντα μέρες είχαμε εκλογές. Μέχρι να πανηγυρίσουμε οι μεν, να πέσουμε σε κατάθλιψη οι δε, να καταλήξουμε τι, τελικά, είπε για τους αντιστασιακούς η Δόμνα Μιχαλοπούλου και αν γκρίζαραν, από την προηγούμενη υπουργική θητεία του, τα μαλλιά του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, ήρθε μετά κι ένας σεισμός, ήταν και η επέτειος από την πυρκαγιά στο Μάτι που μας μάγκωσε, μετά τις είκοσι τόσο Ιουλίου πήραμε την άγουσα – όσοι την πήραμε – για «παραλίες σκουπιδοτόπων» (όπως, επίσης, λέει ο Σαββόπουλος).
Και είναι ήδη 17 Αυγούστου. Με το αντιηλιακό λίγο πιο κάτω από τη μέση και ένα καινούργιο τ-σερτ που δεν προλάβαμε ακόμη να βάλουμε (δεν πειράζει, φοριέται και φθινόπωρο με κάτι από πάνω). Πότε φωτογραφίσαμε τη φέτα στη χωριάτικη με φόντο ακρογιαλιές, δειλινά, πότε την αναρτήσαμε, πότε έβρισε ο Κραουνάκης, πότε έκραξε ο Πολάκης, πότε μας την είπε ο Ντι Κάπριο, πότε κάναμε «τς, τς, τς» για τον Sin και το «Μαμά» του, πότε τσακωθήκαμε για το μαγιό του Μητσοτάκη, πότε ξανατσακωθήκαμε για τα σκίτσα του Αρκά, πότε ξαναματατσακωθήκαμε για το «καλή Παναγιά», γλίστρησαν οι μέρες σαν τη θάλασσα μέσα από τα δάχτυλά μας. Εν τω μεταξύ ξέσπασαν οι φωτιές, μέχρι να αποφασίσουμε αν για όλα φταίει ο καπιταλισμός, συμμετείχαμε νομίζοντας ότι μυρίζει στην Πάρο και τη Νάξο η κάπνα από τις πυρκαγιές στην Εύβοια.
Από σήμερα κιόλας αρχίζει να επιστρέφει το πρώτο κύμα αδειούχων του Αυγούστου. Ολη την επόμενη εβδομάδα, επιβάτες και αυτοκίνητα θα κάνουν ουρές μπροστά στα καράβια. Μέχρι το επόμενο Σαββατοκύριακο θα έχουν γυρίσει οι περισσότεροι. Θα μείνουν κάποιοι αργοπορημένοι. Μαζί με λίγους κόκκους άμμου μέσα σε ένα βιβλίο που θα ανακαλύψουμε τον Δεκέμβριο, σε μια τακτοποίηση. Ή ποτέ. …Μελαγχολικό; Στην ανάποδη ανάγνωσή του, όμως, οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν νοιάζονται αν είναι καλοκαίρι ή χειμώνας. Αυτό το λέει ο Τσέχοφ.