Τι να σκέφτονται οι νοσοκόμες που φωτογραφίζονται χαμογελαστές στο προαύλιο του Δρομοκαΐτειου το 1949; Οι μακριές σκιές στη χαλικόστρωτη αυλή και τα ελαφρά ρούχα τους (μόνο μια κοπέλα φορά ζακέτα∙ οι υπόλοιπες ποζάρουν μονάχα με τη στολή τους) μας παραπέμπουν σε ανοιξιάτικο απόγευμα. Αν δεν γνωρίζαμε πού τραβήχτηκε η φωτογραφία, βλέποντας τα κορίτσια έτσι εύθυμα, ανέμελα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως εμπρός μας στέκουν οι τελειόφοιτες ενός οικοτροφείου θηλέων ή μιας νοσηλευτικής σχολής σε πρωτομαγιάτικη εκδρομή. Τα πεύκα και οι βράχοι στο βάθος προδίδουν τοπίο νοτιοελλαδίτικο, αττικό. Φάληρο; Γλυφάδα; Βουλιαγμένη; Πιο κάτω, ίσως, θορυβεί με το γραμμόφωνό της μια παρέα νεαρών που κατέβηκαν κιόλας στην παραλία για τις πρώτες βουτιές – «Τους είδες; Τι ανόητοι!». Τα κορίτσια θα σκέφτονται πως σύντομα τελειώνουν οι μέρες του σχολείου. Σε λίγο θα πρέπει να πιάσουν δουλειά, να τακτοποιηθούν. Στο μεταξύ ο Εμφύλιος συνεχίζεται. Ισως ανάμεσα στις μαθήτριες, παρά το συντηρητικό περιβάλλον της σχολής, κάποιες να έχουν συγγενείς στο βουνό. Στα αριστερά, μια νεαρή κοιτά σχεδόν λυπημένα τον φακό και η διπλανή της, με το βλέμμα χαμηλωμένο, την κρατά από το χέρι («Μα, δεσποινίδες μου – ναι, σ’ εσάς τις δυο μιλάω. Χαμογελάστε! Αυτή τη στιγμή σάς απαθανατίζω, θέλετε να σας κοιτούν αιωνίως συνοφρυωμένες;»). Τι χωρίζει τα δυο κορίτσια από τη γύρω αμεριμνησία; Και η προϊσταμένη – ή καθηγήτρια του οικοτροφείου -, που δεσπόζει στο μέσον μαυροντυμένη, φιγούρα μητρική, προστατευτική και καταπιεστική συγχρόνως; Το χαμόγελό της διαγράφεται βεβιασμένο, αυστηρό. «Συντομεύετε», μοιάζει να λέει στον φωτογράφο, «έχουμε καθυστερήσει» («Ασφαλώς, κυρία μου, μια στιγμή ακόμα. Πιστέψτε με, η υπομονή σας θα ανταμειφθεί, η μηχανή μου είναι η τελευταία λέξη της τεχνολογίας»). Ο ήλιος γέρνει στη δύση και, αίφνης, μόλις ο φωτογράφος δώσει στα κορίτσια το σύνθημα («Αγαπητές μου, τους ζυγούς λύσατε. Σας ευχαριστώ θερμά»), μια πολύχρωμη μπάλα – οι νεαροί παίζουν τώρα ποδόσφαιρο στην άμμο – προσγειώνεται, έπειτα από ένα καλά υπολογισμένο χτύπημα, στα γόνατα της κοπέλας εμπρός αριστερά («Συγγνώμη, δεσποινίς, ορκίζομαι πως μου ξέφυγε». Υποκλίνεται με κάποια συγκινητική αμηχανία. «Νίκος Ιωάννου, φοιτητής Νομικής. Το όνομά σας;») κι εκείνη παίρνει το χέρι από το τακούνι της και επιστρέφει την μπάλα χαμογελώντας.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ