Δεν είναι μόνο το ποίημα του Κώστα Βάρναλη «Ενας όλοι» ή το θεατρικό έργο του Λέοναρντ Σπίγκελγκας «Η πλειοψηφία του ενός» (το είχε ανεβάσει η Κατερίνα Ανδρεάδη το 1960) που θέλουν να μοιραζόμαστε όλοι μας τα ίδια χαρακτηριστικά σε οποιαδήποτε βαθμίδα της κοινωνικής κλίμακας κι αν ανήκουμε, την υψηλότερη ή τη χαμηλότερη. Οπως ο πιο επιτυχημένος επιχειρηματίας προσπαθεί πάντα να κλείσει την πιο συμφέρουσα συμφωνία για τον ίδιο και την επιχείρησή του, τους ίδιους ακριβώς υπολογισμούς κάνει ο καθημερινός άνθρωπος όταν συγκρίνει τις τιμές των προϊόντων σε διάφορα σουπερμάρκετ ώστε να ξοδέψει τα λιγότερα χρήματα. Καλως ή κακώς, όλοι μας στο συμφέρον μας υπολογίζουμε άσχετα αν μας φαίνεται αδιανόητο να μοιράζονται ένα κοινό χαρακτηριστικό ο πολύ γνωστός καλλιτέχνης, ο περιώνυμος εφοπλιστής και ο εργάτης μιας βιομηχανίας. Δεν λέμε κάτι πρωτότυπο αλλά υπάρχουν κάποιες επιβεβαιώσεις αυτής της αλήθειας που σε αιφνιδιάζουν με την αποκαλυπτικότητά τους τόσο περισσότερο όπως δεν τις αναγνωρίζεις μέσα σε έναν κλειστό χώρο αλλά στους δρόμους που φαίνεται να είναι ο αψευδέστερος μάρτυρας της κοινωνικής μας ταξινόμησης. Η ηλικιωμένη επαίτισσα που φαίνεται να έχει οργανώσει άριστα το δρομολόγιό της, αφού μπορεί να τη συναντήσεις κάθε βράδυ την ίδια πάντα ώρα να περιέρχεται τα καφέ μιας γνωστής πλατείας ενώ μισή ώρα αργότερα να αλωνίζει στην περιοχή του Χίλτον κάθε άλλο παρά αφελής είναι για να επαναλαμβάνει χωρίς αποτέλεσμα την καθημερινή αυτή περιήγησή της. Με τη μόνιμα επαλαμβανόμενη φράση «δώστε πενήντα λεπτά στη γιαγιά για να πάρει κάτι να φάει», να μην την τροποποιεί ακόμη κι όταν η προοπτική για την ίδια διαγράφεται ευτυχέστερη σε σχέση με εκείνη των πενήντα λεπτών, καθώς ο ελεήμων που έτυχε να την ακούσει της προτείνει, αντί για τα πενήντα λεπτά, να της προσφέρει ένα κανονικό δείπνο, φτάνει να καθίσει σε ένα από τα τραπεζάκια όπου ο ίδιος κάθεται. Η επαίτισσα την προσπερνάει ή γιατί μπορεί να έχει φαγητό σπίτι της ή γιατί αθροιζόμενα τα πενήντα λεπτά όσων συμβεί να της τα δώσουν, μπορεί να αγοράσει κάτι που αν το ανέφερε στη θέση της λέξης «να φάει» ενδεχομένως να έκανε τους άλλους σφιχτοχέρηδες. Τελικά – αυτό αφορά όλους μας – με όση υψηλοφροσύνη ή ανιδιοτέλεια κι αν κεντάμε τις πράξεις μας δεν παύουν να παραμένουν αυτές δημιούργημα ενός συνήθως ταπεινού υπολογισμού.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ