Η νόσος Πάρκινσον δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα υγείας  που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς, με αποτέλεσμα συχνά να δοκιμάζονται οι αντοχές τους και να επιβαρύνεται  ακόμη περισσότερο η ποιότητα ζωής τους.  Είναι ενδεικτικό ότι τρεις στους δέκα ασθενείς πάσχουν από πέντε ή περισσότερα άλλα νοσήματα και διαταραχές – από καρδιοπάθεια και μελάνωμα έως κατάθλιψη και ακράτεια.  

Αυτός είναι και ο λόγος που οι ειδικοί επιμένουν στον τακτικό προλητπικό έλεγχο των ασθενών – το γνωστό σε όλους τσεκάπ -, ώστε να γίνεται έγκαιρα η διάγνωσή τους περιορίζοντας συνεπακόλουθα και τυχόν επιπλοκές.

Ειδικότερα, η νόσος του Πάρκινσον είναι μία χρόνια, προοδευτικά εξελισσόμενη νευροεκφυλιστική νόσος, η δεύτερη συχνότερη στους ηλικιωμένους στην Ευρώπη έπειτα από τη νόσο Αλτσχάιμερ.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις προσβάλλει το περίπου 0,3% του γενικού πληθυσμού και το 1% των ατόμων στις ηλικίες άνω των 60 ετών, όπου καταγράφονται τα περισσότερα κρούσματά της. Στη Δυτική Ευρώπη εκτιμάται ότι πάσχουν 828.000 άτομα, εκ των οποίων περίπου 23.000 στην Ελλάδα, σύμφωνα με παγκόσμια έρευνα που δημοσιεύτηκε στην έγκριτη ιατρική επιθεώρηση «The Lancet».

Η νόσος του Πάρκινσον προκαλεί ορισμένα πολύ χαρακτηριστικά κινητικά συμπτώματα. Το κυριότερο από αυτά είναι η επιβράδυνση των κινήσεων (βραδυκινησία) η οποία παρατηρείται σε όλους τους ασθενείς. Η βραδυκινησία μπορεί να συνοδεύεται από ένα ή περισσότερα άλλα κινητικά συμπτώματα:

n Τρέμουλο (παρατηρείται σε δύο στους τρεις ασθενείς)

n Δυσκαμψία (παρατηρείται στο 90% των ασθενών)

n Αστάθεια κατά τη βάδιση.

ΤΑ ΜΗ ΚΙΝΗΤΙΚΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ. Οπως σημειώνει ο νευρολόγος Παναγιώτης Ι. Ζήκος υπεύθυνος του Ιατρείου Νόσου Πάρκινσον & Συναφών Διαταραχών του 251 Γενικού Νοσοκομείου Αεροπορίας και του Κέντρου Πάρκινσον & Διαταραχών Μνήμης Γαλατσίου, εκτός από τα κινητικά συμπτώματα, η νόσος προκαλεί και ευρύ φάσμα μη κινητικών συμπτωμάτων, ενώ έχει και αρκετές συνοδές καταστάσεις.

«Αν και ο τρόμος (τρέμουλο) είναι το σύμπτωμα που ο περισσότερος κόσμος αναγνωρίζει ως ένδειξη της νόσου Πάρκινσον, υπάρχουν πολλά μη κινητικά συμπτώματα», λέει. «Αλλα από αυτά εκδηλώνονται αρκετά χρόνια πριν αρχίσει να τρέμει το ένα χέρι του ασθενή ή η μία πλευρά του σώματός του, και άλλα όταν προχωρήσει η ασθένειά του. Πρώιμα μη κινητικά συμπτώματα είναι, λ.χ., ο ανήσυχος ύπνος με πολύ “ζωντανά” όνειρα και κινήσεις του σώματος, η διαταραχή της όσφρησης, η δυσκοιλιότητα που μπορεί να επιμείνει για εβδομάδες και η κατάθλιψη. Αργότερα στην πορεία της νόσου μπορεί να αναπτυχθεί ορθοστατική υπόταση, ακράτεια ούρων που κάνει τον ασθενή να ξυπνά πολλές φορές κάθε βράδυ, προβλήματα μνήμης και νόησης, παραισθήσεις και πολλά άλλα».

Τα καλά νέα είναι πως οι υπάρχουσες θεραπείες για τη νόσο Πάρκινσον δεν βελτιώνουν μόνο τα κινητικά συμπτώματά της, αλλά και τα μη κινητικά. Ακόμα, δε, και στα προχωρημένα στάδιά της οι ασθενείς μπορεί να βοηθηθούν, αφού μέθοδοι όπως η τοποθέτηση νευροδιεγέρτη ή αντλίας συνεχούς έγχυσης φαρμάκου σε προσεκτικά επιλεγμένους ασθενείς μπορεί να τα θέσει υπό έλεγχο για αρκετά χρόνια.

«Αλυσίδα» προβλημάτων. Ωστόσο ο ασθενής με νόσο Πάρκινσον μπορεί να διατρέχει αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσει και συνοδά σωματικά ή ψυχικά προβλήματα υγείας. Οπως αποκάλυψε πρόσφατη έρευνα σε πληθυσμιακή ομάδα 510.000 ανθρώπων ηλικίας άνω των 55 ετών, μόλις το 7,4% των πασχόντων από νόσο Πάρκινσον δεν είχαν κάποιο συνοδό πρόβλημα υγείας (στους εθελοντές δίχως Πάρκινσον το αντίστοιχο ποσοστό ήταν σχεδόν 23%).

Πιο συγκεκριμένα, το 31% των ασθενών με Πάρκινσον έπασχαν από πέντε ή περισσότερα άλλα νοσήματα και διαταραχές (έναντι 13% στους εθελοντές χωρίς τη νόσο). Επιπλέον, το 12% των ασθενών με Πάρκινσον έπασχαν από επτά ή περισσότερα άλλα νοσήματα (έναντι 3,9%).

Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, που δημοσιεύθηκε το 2017 στο επιστημονικό περιοδικό «BMC Neurology», στα συνοδά σωματικά προβλήματα που είχαν οι ασθενείς συμπεριλαμβάνονταν υπέρταση (το 41% από αυτούς), στεφανιαία νόσος (το 25%), επώδυνες καταστάσεις όπως η αρθρίτιδα (σχεδόν 22%) και εγκεφαλικά επεισόδια (σχεδόν 14% των ασθενών). Στα συνοδά ψυχικά προβλήματα συμπεριλαμβάνονταν η σχιζοφρένεια και η διπολική διαταραχή, με τους πάσχοντες από νόσο Πάρκινσον να έχουν τριπλάσιες πιθανότητες να πάσχουν από αυτές έναντι των υγιών συνομηλίκων τους (έπασχε το 3,5% των ασθενών έναντι του 1% των υγιών).

Προγενέστερες μελέτες έχουν δείξει ότι οι ασθενείς με νόσο Πάρκινσον έχουν διπλάσιες πιθανότητες εκδήλωσης καρδιαγγειακών νοσημάτων και 50% περισσότερες πιθανότητες να χάσουν τη ζωή τους από αυτά. Για λόγους εξάλλου που δεν έχουν ακόμα αποσαφηνιστεί διατρέχουν επίσης αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν καρκίνο του μαστού, καθώς και μελάνωμα στο δέρμα.

«ΕΠΙΤΑΧΥΝΤΗΣ» Ο ΔΙΑΒΗΤΗΣ. «Τα μυοσκελετικά προβλήματα όπως η οστεοπόρωση και η αρθρίτιδα επίσης είναι πιο συχνά στους πάσχοντες από νόσο Πάρκινσον, αν και συχνά δεν γίνονται αντιληπτά και έτσι δεν αντιμετωπίζονται», συνεχίζει ο κ. Ζήκος. «Πιο συχνός είναι και ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, με τον οποίο η νόσος φαίνεται να έχει αμφίδρομη σχέση. Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι ποσοστό 8-30% των ατόμων με Πάρκινσον έχουν διαβήτη, ενώ το 50-80% έχουν μη φυσιολογικά αποτελέσματα στην καμπύλη γλυκόζης (σακχάρου). Ο διαβήτης φαίνεται επίσης ότι επιταχύνει την εξέλιξη τόσο των κινητικών όσο και των μη κινητικών συμπτωμάτων της νόσου Πάρκινσον. Ταυτοχρόνως, τα άτομα με διαβήτη διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν (και) τη νόσο».

Ακόμα και η ανεπάρκεια της βιταμίνης D είναι συχνότερη στους ασθενείς που ζουν με νόσο Πάρκινσον, οι οποίοι πιθανώς εξαιτίας της διατρέχουν και αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν κατάγματα οστών.

«Για τις περισσότερες από αυτές δεν είναι γνωστό εάν οφείλονται στις βλάβες που προκαλεί η νόσος στον εγκέφαλο, στα συμπτώματά της ή σε κάποιους άλλους υποκείμενους βιολογικούς μηχανισμούς», απαντά ο κ. Ζήκος.

«Το βέβαιον είναι πως η πολύπλοκη φύση της νόσου και οι συννοσηρότητες δοκιμάζουν τα όρια των ασθενών, γι’ αυτό και χρειάζονται ολιστική φροντίδα από διεπιστημονικές ομάδες γιατρών. Ας μην ξεχνάμε πως όταν ένας άνθρωπος έχει ταυτοχρόνως πολλά προβλήματα υγείας θα χρειαστεί και πολλά φάρμακα, οπότε διατρέχει και αυξημένο κίνδυνο φαρμακευτικών αλληλεπιδράσεων αλλά και ελλιπούς συμμόρφωσης στη φαρμακευτική αγωγή του».