Πιερ Μπονάρ
Βγαίνοντας από την μπανιέρα
(1926-1930)
Mε την πρώτη ματιά μπορεί να υποθέσει κάποιος – κι όχι άδικα – ότι πρόκειται για ένα ακόμη έργο που εκφράζει την εμμονή του Πιερ Μπονάρ προς τη σύζυγό του Μαρτ, της οποίας το γυμνό σώμα δεν χόρταινε να φωτογραφίζει και να ζωγραφίζει. Κι αν στην αρχή την ακολουθούσε στην κρεβατοκάμαρά τους για να της κλέψει την κατάλληλη πόζα, αργότερα επέλεξε να την απεικονίζει την ώρα που πλενόταν στο μαστέλο. Η αιτία όμως που ο ζωγράφος την παρουσιάζει στο συγκεκριμένο έργο στην μπανιέρα δεν συνδέεται με τον αισθησιασμό, αλλά με το γεγονός ότι η Μαρτ είχε περάσει πιθανόν φυματιώδη λαρυγγίτιδα, πάθηση που της είχε αφήσει μια αναπνευστική ευπάθεια, και αναγκαζόταν να περνά πολλές ώρες στο λουτρό βυθισμένη στο νερό. Εξού και μία από τις ελάχιστες πολυτέλειες που διέθετε το σπίτι του ζεύγους στο Κανέ, γνωστό ως Αλσύλλιο, ήταν η μπανιέρα. Η Μαρτ μάλιστα έχει παρομοιαστεί με τη θεά Θέτιδα ενώ αναδύεται από το νερό στον συγκεκριμένο πίνακα, μία από τις 15 ελαιογραφίες που την απεικονίζουν στο μπάνιο και οι οποίες ανήκουν σε συλλογές μεγάλων μουσείων, όπως η Τέιτ και το Κέντρο Πομπιντού.
Πολ Σεζάν
Προσωπογραφία του καλλιτέχνη ενώ κοιτάζει
πάνω από τον ώμο του (1883-1884)
Με γκριζαρισμένους κροτάφους και γενειάδα, προχωρημένη φαλάκρα και χωρίς κανένα στοιχείο που να μαρτυρά την επαγγελματική του ιδιότητα απεικονίζει ο Πολ Σεζάν τον εαυτό του σε μία από τις 54 αυτοπροσωπογραφίες του. Εδώ, αν και εκτιμάται ότι δεν είναι πάνω από 45 ετών, μοιάζει σαφώς πιο γερασμένος, ίσως από τα βάσανα της προσωπικής του ζωής. Την εποχή εκείνη ζει μια αφόρητη κατάσταση καθώς, αν και 13 χρόνια συζεί με τη σύντροφό του και είναι πατέρας ενός 11χρονου γιου, δεν έχει καταφέρει να μιλήσει για όλα αυτά στον τραπεζίτη πατέρα του. Φοβούμενος δε μήπως ο ευκατάστατος πατέρας του τού κόψει το επίδομα, εγκαταλείπει σύντροφο και παιδί για ορισμένους μήνες κάθε χρόνο και επιστρέφει στην πατρογονική εστία για να ικανοποιήσει την απαίτηση των γονέων του. Η συγκεκριμένη αυτοπροσωπογραφία αγοράστηκε από γκαλερί στο Παρίσι, αργότερα αντιγράφηκε, έγινε χαρακτικό και πέρασε στα χέρια του διάσημου γάλλου δραματουργού, ηθοποιού, σκηνοθέτη και απαιτητικού συλλέκτη Σασά Γκιτρί, ο οποίος τη χαρακτήρισε «αριστούργημα», και αργότερα – το 1937 – ο Αλμπέρτο Τζακομέτι την αντέγραψε με μολύβι, λέγοντας συχνά: «Το σχέδιο είναι η βάση για τα πάντα. Αλλά μόνο οι Βυζαντινοί ήξεραν να σχεδιάζουν. Και ο Σεζάν. Κανείς άλλος».
Δομήνικος Θεοτοκόπουλος
Η θεία μορφή
(αρχές δεκαετίας 1580)
Μία από τις ελάχιστες ελαιογραφίες του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου που ανήκαν σε ιδιώτες επέλεξε να αποκτήσει το ζεύγος Γουλανδρή, ενώ η συλλογή του βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα. Ηταν το 1956 όταν αγόρασαν τη «Θεία Μορφή», χρονιά κατά την οποία ο Νίκος Καζαντζάκης έγραφε την «Αναφορά στον Γκρέκο». Πρόκειται για δημιουργία ενός καλλιτέχνη που πολλοί από τους ζωγράφους, έργα των οποίων αργότερα προστέθηκαν στην περίφημη συλλογή, θεωρούσαν δάσκαλό τους, όπως ο Πικάσο, ο Καντίνσκι ή ο Πόλοκ. Το «μυστικό» αυτού του έργου είναι ότι ο Γκρέκο για ακόμη μία φορά κατάφερε να συνδυάσει τη βυζαντινή παράδοση, με την οποία γαλουχήθηκε, με τη δυτική, στο πλαίσιο της οποίας έζησε ως επαγγελματίας πλέον ζωγράφος. Και στην εικόνα του υφάσματος με το πρόσωπο του Χριστού συνδυάζει τόσο τον ορθόδοξο θρύλο, που θέλει τον Ιησού να αφήνει το αποτύπωμά του σε ένα ύφασμα και με αυτό να γιατρεύεται ο βασιλιάς της Εδεσσας Αβγαρος, όσο και τον καθολικό, όπου έχει επικρατήσει η εικόνα της γυναίκας που προσφέρει στον Ιησού τον πέπλο της για να σκουπίσει το αίμα και τον ιδρώτα από το πρόσωπό του, ενώ ανεβαίνει στον Γολγοθά, και όταν της τον επιστρέφει διαπιστώνει το αποτύπωμα του προσώπου του στο ύφασμα.
Πάμπλο Πικάσο
Γυμνή γυναίκα με σηκωμένα χέρια (1907)
Είναι η πρώτη ελαιογραφία που ολοκληρώνει μετά το αριστούργημά του, το πιο γνωστό έργο του 20ού αιώνα, τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν». Ο Πικάσο είναι μόλις 26 ετών και με τα δύο αυτά έργα ξεκινά τη μεγάλη του περιπέτεια στον κόσμο του κυβισμού. Η γονατιστή γυναίκα με τα ανασηκωμένα χέρια πίσω από το κεφάλι – η οποία είχε κάποτε θεωρηθεί ως χορεύτρια -, το πρόσωπο που μοιάζει με μάσκα, τον αδρό υπαινιγμό του στόματος και την απουσία μαλλιών, στριμωγμένη και μόνη σε έναν καμβά που μοιάζει να θέλει να αποσπαστεί, δεν βρήκε εύκολα αγοραστή. Πέρασε από τα χέρια αρκετών εμπόρων για κάμποσα χρόνια μέχρι να καταλήξει στα χέρια του μεγιστάνα της αυτοκινητοβιομηχανίας Κράισλερ, στον οποίο ανήκε κι ένας από τους ψηλότερους και κομψότερους ουρανοξύστες στο Μανχάταν. Στα χέρια των ελλήνων συλλεκτών έφτασε μέσω γκαλερί της Νέας Υόρκης.
Πολ Γκογκέν
Κύλινδρος διακοσμημένος με παράσταση της Χίνα
(1892-1893)
Γοητευμένος από τη θεά της Σελήνης και του αέρα, τη Χίνα, που έσμιξε ερωτικά με τον θεό του Σύμπαντος, Τααόρα, ο Πολ Γκογκέν θέλησε να σκαλίσει τη μορφή της στο ξύλο σχεδόν αμέσως μόλις έφτασε στην Ταϊτή, καθώς ήταν εκστασιασμένος από τη θρησκεία της Ωκεανίας. Με πρώτη ύλη του το τροπικό ξύλο ταμαρού, την απεικόνισε όρθια με τα χέρια ψηλά και ζώνη στη μέση με πρόσωπο – μάσκα που θυμίζει την τέχνη των Μαορί, αλλά με κολιέ, βραχιόλι και ζώνη που παραπέμπουν σε ινδουιστικά γλυπτά καθώς αγαπούσε τέτοιου είδους μείξεις. Το γλυπτό παρουσιάστηκε σε έκθεση το 1893, αλλά δεν πωλήθηκε, καθώς, όπως είχε ο ίδιος προβλέψει, το αποτέλεσμα τρόμαξε τους φιλότεχνους. Επτά χρόνια αργότερα αποφάσισε να το χαρίσει μαζί με άλλα στον φίλο του, ζωγράφο και συλλέκτη Ζορζ Ντανιέλ ντε Μονφρέντ, ο οποίος έφτιαξε αντίγραφο σε γύψο, και το 1959 οι κληρονόμοι του καλλιτέχνη έδωσαν το πράσινο φως για τη δημιουργία έξι μπρούντζινων αντιτύπων, εκ των οποίων το ένα είναι αυτό που βρίσκεται στο μουσείο της Αθήνας.
Το δημοσίευμα έχει βασιστεί στα κείμενα του καταλόγου του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή που υπογράφει η Μαρία Κουτσομάλλη.