Η κυβέρνηση βρίσκεται και πάλι αντιμέτωπη με το μεταναστευτικό ζήτημα, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά μόνο με ευρωπαϊκή, τουλάχιστον, συνεννόηση. Το θέμα δεν είναι μόνο η αναλογική κατανομή των μεταναστών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και η ανάσχεση του διευρυνόμενου ρεύματος προς την Ελλάδα μέσω της Τουρκίας. Προφανώς και το πρώτο και το δεύτερο πρόβλημα, ξεπερνούν τις δυνατότητες της χώρας μας, η οποία προσπαθεί με πολύ μεγάλη δυσκολία να διαχειριστεί ένα πλήθος μεταναστών, περίπου 80.000 ανθρώπων, που αυξάνεται καθημερινά, καθώς η Τουρκία ελέγχει τις ροές ανάλογα με τις διακυμάνσεις των σχέσεών της με την Ευρωπαϊκή Ενωση και τις ΗΠΑ.
Είναι γνωστό, ότι το μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών, που έρχονται στη χώρα μας, επιθυμούν να συνεχίσουν τη φυγή τους προς τις πλουσιότερες χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Η επιθυμία τους αυτή δεν πραγματοποιείται, καθώς τα βόρεια σύνορά μας είναι κλειστά. Συνεπώς, το μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών αυτών παραμένει στην Ελλάδα, κυρίως στα γνωστά hot spots αλλά και σε άλλες περιοχές, σε πρόχειρες και συνήθως ακατάλληλες συνθήκες για τη στέγαση και τη γενικότερη διαβίωσή τους, μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες απόδοσης ασύλου στους πραγματικούς πρόσφυγες. Το ερώτημα συνεπώς της αντιμετώπισης του ζητήματος αυτού, μπορεί να έχει πολλές απαντήσεις. Η θωράκιση των συνόρων, ιδίως των θαλασσίων, έχει όρια, γιατί η συγκράτηση των μεταναστών δεν είναι εύκολη υπόθεση για μια ευρωπαϊκή χώρα, όπως η Ελλάδα, που σέβεται τις στοιχειώδεις αξίες και πάνω από όλα την ανθρώπινη ζωή.
Η μεταφορά των μεταναστών από τα νησιά του Αιγαίου στην ηπειρωτική χώρα είναι μια λύση που «ανακουφίζει», σε κάποιο βαθμό, τις τοπικές κοινωνίες των νησιών, αλλά προφανώς «επιβαρύνει» τις τοπικές κοινωνίες των περιοχών, στις οποίες μεταφέρονται οι μετανάστες. Η αντίδραση των κατοίκων στην έλευση μεταναστών είναι κατανοητή και αναμενόμενη και κινδυνεύει να αξιοποιηθεί από δυνάμεις του ακροδεξιού φάσματος, όπως έγινε στην Ιταλία.
Το ζήτημα της ενσωμάτωσης στην ελληνική κοινωνία και οικονομία των προσφύγων που θα παραμείνουν τελικά στη χώρα μας, τίθεται ήδη και θα τεθεί με μεγαλύτερη ένταση στο άμεσο μέλλον. Προς αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να στραφούν οι περισσότερες προσπάθειες. Ηδη, λειτουργούν πολλές δομές για την εκπαίδευση παιδιών και ενηλίκων και την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, όσων προσφύγων το επιθυμούν. Χρειάζεται, ωστόσο, μεγαλύτερης έκτασης και εμβέλειας προσπάθεια, από την πλευρά του κράτους, σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, η οποία, όμως, συνεπάγεται ένα πολύ μεγάλο οικονομικό (δημοσιονομικό) κόστος, δυσανάλογο με τις δυνατότητες της χώρας. Η συμβολή της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε αυτό το κόστος χρειάζεται να είναι μεγαλύτερη, αποτελεσματικότερη και περισσότερο στοχευμένη.
Για να έχει, όμως, πραγματικά αποτελέσματα η προσπάθεια κοινωνικής ενσωμάτωσης των προσφύγων που θα παραμείνουν στη χώρα μας, πρέπει να συνοδεύεται και από μια οργανωμένη προσπάθεια οικονομικής ενσωμάτωσής τους. Δηλαδή, αξιοποίηση αυτού του ανθρώπινου εργατικού δυναμικού μέσω της ένταξής του στην ελληνική αγορά εργασίας, όπως γίνεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, π.χ. στη Γερμανία, προκειμένου να συμβάλουν και αυτοί στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας. Με τον τρόπο αυτό, το κόστος (δημοσιονομικό) της κοινωνικής ενσωμάτωσης (εκπαίδευση, εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας κ.λπ.) των προσφύγων, που παραμένουν νομίμως στην Ελλάδα, μπορεί να είναι πολύ μικρότερο, συγκρινόμενο με το οικονομικό όφελος από την ενσωμάτωσή τους στην οικονομική ζωή της χώρας, σήμερα μάλιστα που η νέα κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει προϋποθέσεις ταχύρυθμης οικονομικής ανάπτυξης.
Ο Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην υπουργός.