Η κατάρρευση της Thomas Cook, του αρχαιότερου κι ενός από τα μεγαλύτερα τουριστικά πρακτορεία στον κόσμο, επέφερε πλήγμα στην τουριστική βιομηχανία της χώρας μας. Η ζημιά που υπέστησαν οι ξενοδόχοι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 300 εκατομμύρια ευρώ, ενώ ο υπουργός Τουρισμού έκανε λόγο για συνολικές απώλειες ύψους 500 εκατομμυρίων ευρώ.

Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι ποιος θα πληρώσει τα σπασμένα. Οι ξενοδόχοι; Οι πελάτες τους; Ή όλοι οι φορολογούμενοι; Η κίνηση της κυβέρνησης να ανακοινώσει μέτρα στήριξης είναι ασφαλώς η ενδεδειγμένη. Η τουριστική βιομηχανία βιώνει μια κρίση τη στιγμή που η χώρα εξέρχεται συνολικά από την κρίση. Το κόστος όμως δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να μετακυλιστεί αποκλειστικά στους φορολογουμένους και τους καταναλωτές. Οχι μόνο επειδή οι ίδιοι έχουν πληρώσει αρκετά σπασμένα, αλλά κι επειδή η μεταφορά του κόστους θα επιφέρει τελικά νέο πλήγμα στην τουριστική βιομηχανία.

Δεν θα πρέπει να ξεχνά κανένας απ’ όσους δραστηριοποιούνται στον κλάδο πως τα «χρυσά» καλοκαίρια των τελευταίων δύο χρόνων είχαν άμεση συνάρτηση με τη γενικότερη κατάσταση στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Με απλά λόγια, πολλοί τουρίστες απέφευγαν την Τουρκία ή την Αίγυπτο. Το περιβάλλον όμως γίνεται και πάλι ανταγωνιστικό για τη χώρα μας. Ανταγωνιστικό περιβάλλον όμως σημαίνει καλές υπηρεσίες και καλές τιμές. Οι άνθρωποι του τουρισμού το γνωρίζουν καλύτερα: τίποτε δεν τραβάει τους επισκέπτες όσο ένα ελκυστικό «πακέτο».