Δεν έχω δει ποτέ γελοιογράφο την ώρα που δουλεύει. Δεν ξέρω αν εκείνη τη στιγμή έχει κατά νου ν’ αφήσει τις πατημασιές του στον αιώνα τον άπαντα ή, για να το πω πιο σεμνά, στην Ιστορία. Κάτι μου λέει ότι ο γελοιογράφος κάνει πάρτυ για δυο. Χορεύει μόνος του με το παρόν, ασκώντας ένα μεθυστικό μεροδούλι μεροφάι που καμιά άλλη Τέχνη δεν τόλμησε ποτέ να επιτρέψει στον εαυτόν της και απορώ γιατί. Το σίγουρο είναι ότι δεν θα μπούμε ποτέ στο μυαλό του Δημήτρη Χαντζόπουλου κι ας μας έχει κάθε μέρα τις πόρτες ορθάνοιχτες και το τραπέζι στρωμένο. Και η αλήθεια είναι ότι αυτός ήταν που μας σίτισε τον καιρό της μεγάλης πείνας. Ταυτόχρονα με τον Ανδρέα Πετρουλάκη και τον αόρατο Αρκά, πήρε πάνω του το διπλό καθήκον της παραμυθίας και της μεγάλης αφήγησης, τα χρόνια της βαθιάς κρίσης που δεν ήταν μόνον οικονομική. Για μένα τουλάχιστον, αυτοί οι τρεις συνέχισαν τη δουλειά που άφησαν στη μέση οι ρεμπέτες. Πενάκι ετούτοι, πένα εκείνοι, αλλά τι σημασία έχει; Το θέμα είναι να τρυπήσεις τη μεμβράνη, να ξεχυθούν τα χρώματα, οι ρυθμοί, η γλώσσα, οι φιγούρες, οι γραμμές, οι σκιάσεις, η ατάκα του ζωογόνου θυμού. Να προλάβεις να πεις σε χρόνο μηδέν αυτό που συνιστά το παρόν χωρίς να είναι μόνον του παρόντος.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ