Κατακαλόκαιρο του ’81 σφίγγω σχεδόν μέχρι να σκιστεί ένα πενηντάδραχμο στις πρώτες μου ατομικές εξορμήσεις στο Ξυλόκαστρο με τόσο πολλές οδηγίες του πατέρα μου στο κεφάλι, που εντελώς μηχανικά καταφτάνω στον διπλανό φούρνο ψιλοέτοιμος να απαγγείλω τι θέλω. Την ίδια στιγμή ένας νεαρός έγχρωμος βαδίζει αργά ακριβώς στη μέση του δρόμου αναζητώντας άγνωστο τι, ίσως κάποια δροσιά στον νέο του προορισμό πολύ μακριά από τη γενέτειρά του. Ο ανοικτός φούρνος στις δύο το μεσημέρι τον Ιούλιο είναι μονόδρομος στην τότε επαρχία, σαλούν στην έρημη Δύση όπου κανείς δεν ξεμυτίζει δίχως σοβαρό λόγο.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ