«Κι ύστερα/ εκείνος… δεν ξέρω, δεν θέλω να ξέρω – κι αν ξέρω…/ είναι ένας κόμπος στον λαιμό: κάτι σαν βάρος, σαν φόβος,/ που μου λέει: “Φουκαρά μου, πρόσεξε τι θα πεις!”/ Ε, εγώ δεν λέω τίποτα!». Ομολογουμένως, όση βοήθεια και αν δίναμε στον ανυποψίαστο αναγνώστη, θα χρειαζόταν να αφήσει ο ίδιος τη φαντασία του αχαλίνωτη για να φτάσει ως το τέρμα της αναζήτησης: να αντιληφθεί, δηλαδή, ότι η παραπάνω μετάφραση αντιστοιχεί στους στίχους 36 – 37 από τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου, που εκφέρει ο Φύλακας: «Τα δ’ άλλα σιγώ. Βους επί γλώσση μέγας/ βέβηκεν» (το οποίο ο Γιώργος Σεφέρης έχει μεταφράσει: «Οσο για τ’ άλλα τσιμουδιά. Μεγάλο βόδι μού πατάει τη γλώσσα»). Σύμφωνα με μια ευρέως αποδεκτή άποψη, πρόκειται για παροιμιώδη έκφραση, ενώ ο κριτικός των «ΝΕΩΝ» Κώστας Γεωργουσόπουλος σε παλαιότερη εισήγησή του σε διεθνές συνέδριο έχει υποδείξει την εκδοχή ο Φύλακας να έχει πληρωθεί για να μη μιλάει και το «βόδι» του στίχου να απεικονίζεται σε νόμισμα.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ