Δεν θα μάθουμε ποτέ το όνομά τους… Δεν θα μάθουμε πότε αν άκουσαν να τους φωνάζει με το όνομά τους η μητέρα τους. Να ζούσε άραγε; Να τους φώναζε αγανακτισμένη να αφήσουν επιτέλους το παιχνίδι και να μαζευτούν σπίτι; Μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος και οι Γερμανοί έφευγαν από την Ελλάδα και μαζί με αυτούς και ο μεγάλος τρόμος, η αγωνία για επιβίωση, για ζωή! Φαινόταν σαν να χαράζει, αν και ήταν μια βροχερή μέρα στο Λουτράκι. «Φαινόταν» γιατί στην πραγματικότητα θα ακολουθούσε και άλλο σκοτάδι, ίσως πιο βαθύ και αξημέρωτο. Το μαύρο ενός αδελφοκτόνου εμφυλίου πολέμου. Η φωτογραφία αυτή, μια από τις χιλιάδες που ανήκουν στο Πολεμικό Μουσείο, προέρχεται από το Imperial War Museum (Αυτοκρατορικό Πολεμικό Μουσείο, Αγγλία) και φέρει την ημερομηνία 10 Οκτωβρίου 1944. Η ιστορία της: Βρετανοί στρατιώτες διασχίζοντας τον Ισθμό της Κορίνθου πέρασαν από το Λουτράκι και εκεί υπό τη σκιά των Γερανείων Ορέων, το ξυπόλητο τάγμα των μικρών αυτών αγοριών παρατάχθηκε για να τους «αποδώσει τιμές». Αραγε εκουσίως σταμάτησαν εκείνο το παιχνίδι τους – το παιχνίδι του πολέμου – και με περισσή σοβαρότητα, λαχανιασμένα, με κατακόκκινα μάγουλα, στάθηκαν εφ’ ενός ζυγού; Αυτόματα και τυφέκια που σκάρωσαν από ξύλα του δρόμου, ίσως και από κασόνια πυρομαχικών, αλλά και αυθεντικά κράνη του Ελληνικού Στρατού. Ούτε ένα γερμανικό! Εστω σαν λάφυρο. Κανένα από αυτά τα Ελληνόπουλα δεν φαίνεται να παίζει τον «ρόλο» του κατακτητή. Ασαφή τα όρια ζωής και παιχνιδιού και αυτό γιατί μια μεγάλη ελληνική σημαία σε «θέση παρατάξεως» κλείνει την προοπτική της σύνθεσης. Πόσο δυνατό πράγμα η ζωή, στην αποθέωσή της από τα ξυπόλητα παιδιά – παιδιά που επέζησαν της καταστροφής. Ο φωτογράφος που συνέθεσε αυτή την καταπληκτική φωτογραφία παραμένει άγνωστος παρ’ όλες τις προσπάθειες που κατέβαλε το Πολεμικό Μουσείο. Σίγουρα πρόκειται για έναν έξοχο «επαγγελματία». Οταν κάποτε ρώτησαν τον μεγάλο φωτογράφο Henri Cartier-Bresson τι χρειάζεται για να γίνει ένας καλός φωτογράφος, εκείνος απάντησε: «Ενα μάτι και ένα δάκρυ». Αν έπαιρνε ζωή αυτή η εικόνα… Μου φαίνεται ότι ακούω τις φωνές των παιδιών να σπρώχνονται μέχρι να παραταχθούν στη σειρά με απόλυτη εμπιστοσύνη μπροστά στον άγνωστο άνδρα με τη φωτογραφική μηχανή, που φορούσε και αυτός στρατιωτικά ρούχα και τους μιλούσε σε μια ξένη ακαταλαβίστικη γλώσσα. Στα αριστερά της σύνθεσης, μια κολόνα μάς δίνει την πληροφορία ότι η πόλη του Λουτρακίου είχε ήδη ηλεκτροδοτηθεί. Τα δέντρα γεμάτα φύλλα – αρχές Οκτώβριου ακόμη -, ο δρόμος με λακκούβες από τα νερά πρόσφατης βροχής και φόντο το βουνό – τα Γεράνεια Ορη – να υψώνεται στη θέση του ουρανού. Κοίταξα με τον μεγεθυντικό φακό ένα ένα τα πρόσωπα των παιδιών. Τι έκπληξη! Ούτε ένα δεν χαμογελά! Ούτε ένα δεν δείχνει ξέγνοιαστο από το παιχνίδι… Ηταν άραγε στο πλαίσιο του ρόλου η «σοβαρότης» αυτή ή το χαμόγελό τους είχε στεγνώσει τόσα χρόνια από την Κατοχή, τις εκτελέσεις μπροστά στα μάτια τους, την πείνα; Οπως όταν ξυπνάμε από ένα κακό όνειρο και μας παίρνει ώρα να συνέλθουμε. Δείχνουν να είναι στην ίδια ηλικία κι αν πήγαιναν σχολειό θα ήταν Γ’ ή Δ’ Δημοτικού και θα είχαν μπροστά τους ένα ολοκαίνουργιο βιβλίο για τη νέα χρονιά. Τη φωτογραφία την είχα εντοπίσει στον μόνιμο εκθεσιακό χώρο του Πολεμικού Μουσείου από τις πρώτες ημέρες της εργασίας μου σε αυτό ως μόνιμος καλλιτεχνικός επιμελητής του, δηλαδή πριν από τριάντα τόσα χρόνια.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ