«Περισσότερο κι από εκείνους που μας έβριζαν, που μας έλεγαν παστρικές και τουρκόσπορους, με ενοχλούσαν οι άλλοι. Οι ψυχικάρηδες. Οι ευσπλαγχνικές κυρίες, οι ελεήμονες κύριοι που έρχονταν στις παράγκες μας λες και πήγαιναν στην εκκλησία. Χάιδευαν τα πιτσιρίκια, “σαν τα ζώα σάς έχουν!” έκαναν βουρκωμένοι στις γυναίκες, “άχου, παππούλη, πώς κατάντησες…” στους γέρους μας. Ανοιγαν έπειτα κάτι σάκους από λινάτσα και μοίραζαν με ύφος Αϊ-Βασίλη τα δώρα. Μη φανταστείς – τα αποφόρια τους μας έφερναν, τα σπασμένα παιχνίδια των παιδιών τους, άντε και τίποτα χύμα τσιγάρα κι αλεσμένο ρεβίθι για να το ψήσουμε, να πιούμε γιαλαντζί καφέ. Εμείς έπρεπε να τους κοιτάμε με ευγνωμοσύνη. “Ο Θεός να μου κόβει χρόνια και να σας δίνει μέρες!” τους φιλούσε τα χέρια μια σκατόγρια που έμενε στην παραδιπλανή πόρτα – πόσα χρόνια να της έκοβε ο Θεός; Στα ογδόντα πέντε βάδιζε… Οι ευεργέτες μας συγκινούνταν από τας αυθορμήτους εκδηλώσεις μας κι επέστρεφαν στα ωραία τους σπίτια φορώντας την καλοσύνη τους παράσημο. Για μέρες κι εβδομάδες θα κορδώνονταν στους κύκλους τους. Κι άμποτε επιβεβαιώνονταν οι Γραφές κι αντίκριζαν τον Αγιο Πέτρο θυρωρό στην πύλη του Παραδείσου, εκείνη τη φιλανθρωπία τους θα επικαλούνταν για να τον πείσουν να τους βάλει μέσα…».
Αυτά μου έλεγε η θεία μου η Μαρίνα, προσφυγοπούλα στα οκτώ της με την Καταστροφή, η οποία άρπαξε τη ζωή από τα μαλλιά και – όπως οι περισσότεροι Μικρασιάτες – πρόκοψε. Μπόλιασε με το τσαγανό και με το μπρίο της την παλιά Ελλάδα. «Ενα πράμα δεν αντέχω» κατέληγε. «Να με λυπούνται. Αμα ποτέ με λυπηθείς, θα σε δαγκώσω!» μου κούναγε το δάχτυλο από την αναπηρική καρέκλα όπου είχε καθηλωθεί στα στερνά της.
Τη θυμάμαι τη θεία Μαρίνα κάθε μέρα παρακολουθώντας τον διαγωνισμό ευαισθησίας που διεξάγεται με αφορμή τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Κατεβατά γράφονται έμπλεα σπαραξικάρδιων κοινοτοπιών. «Δυστυχισμένους ανθρώπους» τούς ανεβάζουν, «τσακισμένες ψυχές» τούς κατεβάζουν. Φωτογραφίες δημοσιεύονται με μπόμπιρες που τσαλαβουτούν στις λάσπες, με εγκύους που ξεροσταλιάζουν στις ουρές των συσσιτίων. Οποτε δε κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο καμιά ανατριχιαστική εικόνα με νεκρούς που ξεβράστηκαν στις ακτές μας, ο θρήνος που σηκώνεται καλύπτει όλη τη χώρα.
Καλώς σηκώνεται τέτοιος θρήνος. Υγιής και αξιέπαινη η αντίδραση της κοινωνίας απέναντι στις φρικώδεις αντιδράσεις, στα ντροπιαστικά τσιμπούσια με αλκοόλ και χοιρινό, στους εμποράκους του πατριωτισμού και της φυλετικής δήθεν καθαρότητας. Ως κόρην οφθαλμού πρέπει να διαφυλάσσουμε – στους θολούς μας καιρούς – το πνεύμα που μας έχει κληρονομηθεί από τις δύο μας μεγάλες παραδόσεις. Από την ιουδαιοχριστιανική με τη φιλοξενία του Αβραάμ. Από την αρχαιοελληνική με τον Ξένιο Δία. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι πρόκειται για το δικό μας πνεύμα, για τη δική μας ψυχή. Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες αποτελούν απλώς την πέτρα, τη λυδία λίθο, που πάνω της δοκιμάζουμε την ευγένεια των αισθημάτων μας.
Λίγη απόσταση αν πάρουμε από την επικαιρότητα της Μόριας και των Διαβατών, θα συνειδητοποιήσουμε ότι η αλληλεγγύη μας – ακόμα κι όταν την εκφράζουμε με πράξεις – φαντάζει εξίσου αδιάφορη, στη μεγάλη κλίμακα, με τον ρατσισμό των άλλων.
Τι είναι η Ιστορία παρά η ιστορία της μετανάστευσης; Από καταβολής ανθρώπου, πληθυσμοί μετακινούνται σε αναζήτηση καλύτερης μοίρας. Εγκαταλείπουν τις ρημαγμένες τους γενέτειρες, το ασφυκτικό τους περιβάλλον, ταξιδεύουν με κάθε μέσο, περνούν του λιναριού τα βάσανα για να βρεθούν σε ό,τι πιστεύουν ως Γη της Επαγγελίας.
Βαστούν κλάδους ελαίας, έχουν διάθεση να συμμορφωθούν στους κανόνες του τόπου ο οποίος τους υποδέχεται δίχως να τους έχει προσκαλέσει; Πολύ σπανίως. Πεινασμένοι είναι και εξαγριωμένοι από τις κακουχίες και αποφασισμένοι παντί τρόπω να επιβιώσουν και να ριζώσουν. Ή να προχωρήσουν παρακάτω. Μπορεί κανένας να τους σταματήσει; Σίγουρα πάντως όχι μια κοινωνία που γερνάει, που έχει εκφυλιστεί από την ευημερία επτά και πλέον δεκαετιών, η οποία βουλιάζει στις εμμονές και τις νευρώσεις της κι αναπολεί τις περασμένες δόξες. Σίγουρα όχι η σημερινή Ευρώπη.
Οι βάρκες που θαλασσοπνίγονται στο Αιγαίο και στη Νότια Μεσόγειο δεν αποτελούν παρά το προανάκρουσμα. Στην Αφρική σημειώνεται ήδη έκρηξη γεννήσεων. Η Εγγύς Ανατολή βράζει. Η Κίνα απλώνεται προς πάσα κατεύθυνση, ειρηνικά, επιχειρηματικά… Ο κόσμος όπως τον γνωρίσαμε θα πεθάνει πριν από εμάς.
Υποκλινόμαστε στους πλούσιους ξένους, επιδεικνύουμε τον οίκτο μας στους φτωχούς ή αντιδράμε σπασμωδικά, μισαλλόδοξα. Βαυκαλιζόμαστε ως καλοί άνθρωποι, ψυχικάρηδες. Οι άλλοι ποζάρουν καραγκιοζηδόν με περικεφαλαίες, γνήσιοι – τρομάρα τους – απόγονοι του Μεγαλέξαντρου. Τίποτα δεν καταλαβαίνουμε, τίποτα δεν ελέγχουμε. Οι παλιές φλέβες είμαστε απλώς όπου θα κυλήσει, ορμητικό, ανελέητο, το καινούργιο αίμα.