«Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να φύγουν με τις βάρκες. Μεγαλύτερα πλοία δεν υπήρχαν, μόνο μικρά. Θυμάμαι μια γριά να ουρλιάζει που την άφησαν πίσω. Κανείς δεν της έδωσε ένα χέρι. Εμεινε μόνη της. Εμείς ήμασταν τυχεροί. Μας πήρε ένα πλοιάριο κι ύστερα ένα πλοίο». «Η δυσωδία ήταν τρομερή. Δεν υπήρχε αέρας. Δεν ξέραμε πού πηγαίναμε. Ούτε πόσο θα μείνουμε στο πλοίο. Δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτε». Η πρώτη μαρτυρία, του 1944, ανήκει σε έναν νεαρό Λετονό που προσπαθεί να ξεφύγει από τον επελαύνοντα Κόκκινο Στρατό περνώντας από τις ακτές της Ανατολικής Βαλτικής στο Λούμπεκ της Γερμανίας. Η δεύτερη, σε μια επίσης ανώνυμη Αλγερινή, η οποία μεταφέρεται εσπευσμένα στη Γαλλία το 1962 μαζί με εκατοντάδες άλλους αρκί, μουσουλμάνους κυρίως που είχαν υποστηρίξει το γαλλικό κράτος κατά τον πόλεμο για την ανεξαρτησία της Αλγερίας. Και οι δύο μαζί είναι η ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης σε μικρογραφία. Η ιστορία μιας ηπείρου που διαμορφώθηκε (και) από τη μετανάστευση, όπως περιγράφει στο πρόσφατο βιβλίο του «The unsettling of Europe» ο ιστορικός Πίτερ Γκάτριλ.
Η Ευρώπη ξαναζεί το «άγχος για τον ξένο», όπως σχεδόν σε κάθε δεκαετία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι κοινωνίες αμύνονται, οχυρώνονται, αφουγκράζονται ή αναμένουν. Σε ένα αταβιστικό επίπεδο, ο νεόφερτος είναι ο Αλλος που μεταφέρει πάντα μια διαφορετική γλώσσα, κουλτούρα και θρησκεία. Οι πολιτισμικές και εθνοτικές διαφορές επηρεάζουν τις προσδοκίες για την περίφημη «ενσωμάτωση» ή προσαρμογή των μεταναστών. Είναι η στιγμή που πάνω από την Ευρώπη πλανιέται το φάντασμα της «εθνικής κοινότητας» του Μπένεντικτ Αντερσον: «εμείς ζούσαμε ενωμένοι μέχρι που έφτασαν εκείνοι». Και τότε τα υπαρξιακά ερωτήματα αλλάζουν μορφές. Θα οδηγήσει η μαζική μετανάστευση σε γκετοποίηση των ευρωπαϊκών πόλεων; Θα επιφέρει μεγάλο κόστος για το κοινωνικό κράτος; Ή θα συμβάλει στην ευημερία μέσα από τη μίσθωση φτηνών εργατικών χεριών;
Τα ερωτήματα δεν είναι ξένα για την Ελλάδα. Εμφανίζονται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν ξεκινάει το προηγούμενο «τραύμα». Είναι τότε που εισρέουν στα χωράφια και στις οικοδομές εκατοντάδες εποχικοί εργάτες από βαλκανικές χώρες, αλλά όλοι ονομάζονται «Αλβανοί». Στο αστυνομικό ρεπορτάζ των δελτίων ειδήσεων οι αυτήκοοι μάρτυρες κάνουν λόγο για «ξένη προφορά» των ληστών, δείχνοντας προς τα βορειοδυτικά της Ελλάδας. Από μια άλλη κατεύθυνση καταφθάνουν οι ποντιακής καταγωγής πολίτες της πρώην ΕΣΣΔ. «Παλιννοστούντες» θα τους ονομάσει η ελληνική κυβέρνηση, προτιμώντας να τους εξασφαλίσει φτηνή στέγη σε αραιοκατοικημένες περιοχές της χώρας, όπως η Θράκη – ως ανάχωμα εν μέρει στην απειλή του μουσουλμανικού τόξου. «Ρώσους» θα τους ονομάζουν οι τοπικές κοινωνίες την ώρα που οι νεόφερτοι πασχίζουν να ανακαλύψουν την καινούργια γλώσσα για να μιλήσουν στους εργοδότες τους. Η επίκληση της κοινής εθνικής προέλευσης δεν πιάνει τόπο και από τις 70.000 που ζουν το 2000 στην Αθήνα πολλοί εξωθούνται στην παραβατικότητα και τη διακίνηση για να κερδίσουν τα προς το ζην. Οι οικοδεσπότες παίζουν τη γνωστή σαδιστική παράσταση όπου κατονομάζεις μια απειλή για να ηρεμήσεις τους εσωτερικούς δαίμονες. Χιλιάδες όνειρα για μια θέση στον ελληνικό ήλιο στοιβάζονται κάτω από τη λέξη «Ρωσοπόντιοι».
Περίπου δύο δεκαετίες αργότερα, το «τραύμα» θεωρείται επουλωμένο. Η ξενοφοβία του 1990 δεν εξελίχθηκε σε βαθμό ανάλογο της δαιμονοποίησης. Εκείνοι που τότε παρουσιάζονταν σαν εισβολείς σήμερα κατοικούν στη Δυτική Θεσσαλονίκη, στην πλευρά δηλαδή όπου επεκτείνεται η πόλη, και έχουν συντηρήσει τα σπίτια των παλιότερων προσφύγων σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Οι αγωνίες τους πρόλαβαν να γίνουν κινηματογραφικό μοτίβο («Από την άκρη της πόλης», «Ξενία»), ενώ πιστώνονται μερική συμμετοχή για την είσοδο της Ελλάδας στην Οικονομική Νομισματική Ενωση, έστω και με διατυπωμένη την αφ’ υψηλού ειρωνεία («εάν δεν δούλευαν στα χωράφια, πώς θα ανεβάζαμε το ΑΕΠ;»).
Τα πρόσφατα επεισόδια στα Διαβατά και τα Βρασνά, η παρέλαση του Ιερού Λόχου στη Θεσσαλονίκη και άλλες εκδηλώσεις hate speech ξύπνησαν το «τραύμα». Εμείς οι περιχαρακωμένοι απέναντι στους Αλλους. Η αυτοσχέδια πολιτοφυλακή που τρέχει πίσω από λεωφορεία μπροστά στην απειλή των αγνώστων. Είναι, αλήθεια, κανόνας η ξενοφοβική αντίδραση; Ή δημιουργεί θόρυβο για να ξορκίσει την ασημαντότητά της; Το παράδειγμα του 1990 δείχνει ότι οι κοινωνίες μπορεί να δείχνουν ξενοφοβικές και να μην είναι. Η πραγματικότητα του 2019 δεν επιτρέπει ακόμη σαφές συμπέρασμα εάν ο πρωτοσέλιδος, ραδιοφωνικός ή ακτιβιστικός ρατσισμός θα γίνει ο κανόνας. Και εάν ο ψηφοθηρικός σαματάς για ένα τηλεοπτικό πλάνο μπορεί να συμβολίσει την «κοινωνία». Για την Ιστορία, στη συγκέντρωση του Ιερού Λόχου μπροστά στον Λευκό Πύργο, την περασμένη Κυριακή, Πακιστανοί και Νιγηριανοί συνέχιζαν ανενόχλητοι τη βόλτα τους στα πέντε μέτρα.