Τις τελευταίες ημέρες δημοσιεύονται στοιχεία που προειδοποιούν για χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής δραστηριότητας τουλάχιστον για τους επόμενους μήνες. Ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής μειώθηκε -0.3 YoY% το 2019Q3 από 0.7 YoY% και 1.4 YoY% το 2019Q2 και 2019Q1 αντιστοίχως. Ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών αγαθών αυξήθηκε 2.4 YoY% το α’ εξάμ. 2019 από 16.9 YoY% το α’ εξάμ. 2018.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι χορηγήσεις προς γενική κυβέρνηση, νοικοκυριά και επιχειρήσεις ήταν μειωμένες κατά 0,9% σε σχέση με πέρυσι, -0.5% στον ιδιωτικό τομέα.

Χειρότερη όμως εξέλιξη αποτελεί ο αρνητικός πληθωρισμός για 6ο μήνα, -0.7% τον Οκτώβριο. Η πτώση αυτή δεν μπορεί να αποδοθεί στην αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία κυμαίνεται γύρω στο 0%.

Η κατάσταση αυτή εντείνεται ιδιαιτέρως από το 2018 και μετά και οφείλεται στη νόσο της χαμηλής δαπάνης. Συγκεκριμένα, η δαπάνη των νοικοκυριών ήταν το 2014 123.6 δισ., ενώ το 2019 ήταν χαμηλότερα 120.1 δισ.

Η συνολική τώρα δαπάνη ήταν 165 δισ. το 2014 και χαμηλότερα 159.9 δισ. το 2018.

Ούτε αυτό είναι τυχαίο όμως. Το εργατικό δυναμικό ήταν 5 εκατ. το 2010, ενώ το 2018 ήταν 4.75 εκατ. Αυτοί δε που εργάζονταν το 2018 (4.216.741) ήταν λιγότεροι και από το 2009 (4.829.003)!

Το δε δυνητικό προϊόν έχει, ως αποτέλεσμα, καταρρεύσει περίπου 25%. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω: λιγότερο και χειρότερης ποιότητας – λόγω και brain drain – εργατικό δυναμικό, αλλά και κεφάλαιο λόγω μεγάλης αποεπένδυσης.

Αν οι επενδύσεις σκαλώνουν λόγω χαμηλής προσδοκώμενης ζήτησης και κερδών, τότε θα έπρεπε να παρατηρείται οπωσδήποτε προτίμηση ρευστότητας και υψηλές αποταμιεύσεις. Βέβαια, οι αποταμιεύσεις κυμαίνονται χαμηλά, περίπου στο 12% ΑΕΠ, αλλά ιδίως το τελευταίο εξάμηνο (α’ 2019) ως % του ακαθάριστου εισοδήματος έχουν περάσει σε θετικό πρόσημο (+0.2). Πάντως, οι συνολικές αποταμιεύσεις είναι στην πραγματικότητα πολύ υψηλότερες καθώς, παρά την επιστροφή μετρητών στις τράπεζες, τα ποσά που μένουν εκτός συστήματος και λιμνάζουν στα «στρώματα» και τις θυρίδες είναι μεγάλα. Τα δε ποσά που βρίσκονται στο εξωτερικό ως καταθέσεις φαίνεται, σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, να κυμαίνονται στα 55 δισ. ευρώ. Να σημειωθεί επίσης ότι η επιστροφή χρημάτων στις τράπεζες γίνεται παρά τα χαμηλότατα επιτόκια που προσεγγίζουν πλέον το μηδέν. Δηλαδή νοικοκυριά και επιχειρήσεις φαίνεται να προτιμούν σε σημαντικό βαθμό τη φύλαξη απλώς των μετρητών παρά το ρίσκο μιας δαπάνης.

Η ιδέα ότι η κατανάλωση αύριο μπορεί να είναι «ακριβότερη» εμπεδώνεται διεθνώς στις δυτικές οικονομίες, ενώ ο ανταγωνισμός εντείνεται και τα περιθώρια κερδών για τις επιχειρήσεις συμπιέζονται και υποχωρούν. Οι δε αλλαγές που φέρνει η τεχνολογία ενισχύουν την εντύπωση ότι διανύουμε περίοδο συστημικών κινδύνων και αβεβαιότητας.

Ο Θοδωρής Πελαγίδης είναι καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και NR Senior Fellow, Brookings Institution