Πριν από μερικές ημέρες, στις 9 Νοεμβρίου 2019, συμπληρώθηκαν τα 30 χρόνια από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, που χώριζε την πόλη και τη Γερμανία στα δύο, και μαζί με αυτήν ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Παράλληλα με τους εύλογους πανηγυρισμούς για το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, την επανένωση της Ευρώπης και την αποκατάσταση της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, γίνεται και ένας απολογισμός των 30 χρόνων που πέρασαν από το 1989 μέχρι σήμερα.
Πέρα από την προφανή ενίσχυση της θέσης της Γερμανίας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, της σταδιακής απενοχοποίησής της από το άγος της ναζιστικής θηριωδίας και της πλήρους αποκατάστασης της χώρας αυτής ως κανονικής ευρωπαϊκής χώρας, το ζήτημα που τίθεται από πολλούς αναλυτές είναι κατά πόσο η ενοποίηση των δύο Γερμανιών οδήγησε στην εξισορρόπηση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών ανισοτήτων μεταξύ τους.
Το ζήτημα αυτό, προφανώς, δεν ενδιαφέρει μόνο την ενωμένη Γερμανία, αλλά και την ενωμένη Ευρώπη. Πόσο, δηλαδή, μετά από δεκαετίες ενοποιητικής διαδικασίας, έχει επέλθει εξισορρόπηση των κάθε είδους ανισοτήτων μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ, τουλάχιστον των πιο παλαιών χωρών-μελών της. Δηλαδή, μεταξύ των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία) σε σχέση με αυτές του ευρωπαϊκού Βορρά.
Το θέμα δεν έχει μόνο θεωρητική αξία για τα εγχειρίδια μελέτης της διαδικασίας της οικονομικής ολοκλήρωσης μεταξύ χωρών, αλλά έχει πρωτίστως πραγματική αξία για την καθημερινή ζωή των πολιτών στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Αν εκτιμήσουμε την προσπάθεια που καταβλήθηκε από την πρώην Δυτική Γερμανία για την οικονομική ενίσχυση της Ανατολικής, θα διαπιστώσουμε ότι η μεταφορά οικονομικών πόρων υπήρξε τεράστια και μετράται σε πολλά δισεκατομμύρια, άμεσων και έμμεσων μεταβιβάσεων.
Ομως, παρά την προσπάθεια αυτή, κατά τη διάρκεια των 30 ετών οι οικονομικές ανισότητες παραμένουν σημαντικές στο επίπεδο του κατά κεφαλήν εισοδήματος, όπου η ανατολική πλευρά φτάνει μόνο το 70% περίπου της Δυτικής. Το ίδιο συμβαίνει και στο επίπεδο της ανεργίας και των ευκαιριών απασχόλησης. Ετσι, η ανατολική πλευρά της Γερμανίας παραμένει, παρά τις τεράστιες προόδους, σημαντικά φτωχότερη από τη δυτική. Επιπλέον, και στο επίπεδο της πολιτικής συμπεριφοράς, οι πολίτες της ανατολικής πλευράς φαίνεται να είναι πολύ περισσότερο επιρρεπείς προς ακροδεξιές πολιτικές επιλογές, όπως δείχνουν τα εκλογικά αποτελέσματα.
Η σημερινή πραγματικότητα των ανισοτήτων μεταξύ των δύο πλευρών της Γερμανίας παραπέμπει στην τεράστια δυσκολία σύγκλισης των επιπέδων ανάπτυξης μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Φαίνεται ότι παρά τις εντυπωσιακές μεταβιβάσεις πόρων δισεκατομμυρίων ευρώ στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής της ΕΕ, από την εποχή των Ευρωπαϊκών Μεσογειακών Προγραμμάτων μέχρι και τα σημερινά κοινοτικά πλαίσια στήριξης, οι ανισότητες δεν έχουν μειωθεί σε σημαντικό βαθμό.
Ακόμα σοβαρότερο είναι το γεγονός ότι η διεθνής οικονομική κρίση του 2008-2009 έπληξε κυρίως τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, οι οποίες, παρά τις προσπάθειες δεκαετιών, παρέμειναν ευάλωτες. Η Ελλάδα και η Πορτογαλία μπήκαν μάλιστα σε προγράμματα διάσωσης, με τα γνωστά Μνημόνια και τα γνωστά αποτελέσματα, ενώ η Ισπανία και η Ιταλία βρέθηκαν στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης.
Είναι γεγονός ότι η ευνοϊκή αναπτυξιακή επίδραση της μεταφοράς πόρων από τον ευρωπαϊκό Βορρά στον ευρωπαϊκό Νότο δεν αμφισβητείται σοβαρά από τις σχετικές μελέτες. Αντίθετα μάλιστα, προτείνεται από πολλούς η ενίσχυση του ευρωπαϊκού Προϋπολογισμού, προκειμένου να αυξηθούν ακόμα περισσότερο οι μεταβιβάσεις στις φτωχότερες περιοχές της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που δεν είναι μόνο οι νότιες ευρωπαϊκές χώρες αλλά και οι ανατολικές.
Είναι επίσης γεγονός ότι μόνο με τη μεταφορά πόρων, χωρίς τη δημιουργία μιας εσωτερικής αναπτυξιακής δυναμικής στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ, η πολυπόθητη σύγκλιση των οικονομιών δεν φαίνεται να μπορεί να επιτευχθεί. Ομως, αυτή η εσωτερική δυναμική, που θα οδηγούσε σε μια στιβαρή αναπτυξιακή διαδικασία, συνδέεται στενά με ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά δεδομένα που χρειάζονται χρόνο και τεράστια προσπάθεια για να μεταβληθούν.
Ο καθηγητής Ναπολέων Μαραβέγιας είναι διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου Οικονομικής Πολιτικής, Διακυβέρνησης και Ανάπτυξης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός