Με αναγκάσατε να θυμηθώ ιστορίες του Mega κι αν τις αθροίσω, απ’ την έναρξή του, που ήμουνα και τελετάρχης, ως την τρίτη επιστροφή μου σ’ αυτό, κι απ’ το δελτίο ειδήσεων, το «Ψηλά τα χέρια», το «Μη μου τη μέρα τάραττε» και το «Εξπρές του μεσονυκτίου», δεν μου φτάνουν δυο τόμοι… Θα σταθώ στα μικρά «ωραία» και τα μυστικά «δύσκολα». Δέκα μέρες πριν βγούμε στον αέρα, τον Νοέμβρη του ’89, επιμένω πως ο/η κάθε παρουσιαστής/στρια έχει και το… χρώμα του, αυτό που του ταιριάζει δηλαδή στην όλη εικόνα του, απ’ τη φωνή ως τη θωριά και το στήσιμο, από το δέρμα ως το χρώμα των μαλλιών. Το ντύσε-γδύσε άντρες, γυναίκες, μεγάλη και χρονοβόρα ταλαιπωρία. Ομως με εμπιστεύονταν οι συνάδελφοι, λιγάκι σαν γκουρού. Επιστράτευσα σαν σε παιχνίδι τον θησαυρό μου, μια ντουζίνα μαροκινά μαντίλια, βαμβακερά, βαμμένα με φυσικά χρώματα στις περίφημες γούρνες του Μαρακές (αξιοθέατο ιστορικής κληρονομιάς για όποιον ενδιαφέρεται). Φούξια, ίντιγκο κίτρινο, μπλε του κοβαλτίου, πράσινο φωτισμένο του σμαραγδιού κ.λπ., και μπήκαμε στο στούντιο και φτιάξαμε φιλμάκια με τυλιγμένα τα μαντίλια στον λαιμό, κατά γούστο κι αποτέλεσμα. Πέρασαν δεκαετίες κι έμειναν στη Χούκλη το άσπρο, στον Χατζηνικολάου οι φούξια γραβάτες, στον Πρετεντέρη οι μοβ και κίτρινες και σε μένα το μπλε του ήλεκτρου… Το δύσκολο ήταν να κάτσει απέναντί μου έξι η ώρα το απόγευμα η Αλόμα, με το μποά της ριγμένο ανέμελα, αφού προηγουμένως είχε πεισθεί να κινηματογραφηθεί όταν αφήνει το κουστούμι και περνάει στη βαρυφορτωμένη τουαλέτα. Κι εγώ να ακροβατώ, όπως το ζήτησε, απευθύνοντάς της λόγο σε δύο γένη. Χάρηκα την εποχή που ο κόσμος έλεγε όχι απλώς το είπε το Mega, αλλά το έδειξε κιόλας.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ