O παππούς μου – δέκα χρονών παιδί στα τέλη του 19ου αιώνα – τότε που τα παιδιά ήταν ενήλικα από γεννησιμιού τους, το ‘σκασε από το ορεινό αρκαδικό χωρίο του, πήγε με τα πόδια στον Πειραιά, βρήκε ένα καράβι, χώθηκε μέσα λαθρεπιβάτης και πήγε στην Αμέρικα να βρει την τύχη του. Aντ’ αυτής, τον βρήκαν οι ακτοφύλακες, με το καράβι ακόμα αρόδο έξω από το Ελις Αϊλαντ, και τον ρώτησαν: «τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου στην πατρίδα, my boy?». «Παπάς», τους απαντάει εκείνος. «Δεν έχεις ανάγκη», του λένε τότε αυτοί. «Μπορεί να σε θρέψει με τις λειτουργιές, τα αντίδωρα, το σιτάρι από τα κόλλυβα και το λάδι απ’ τα καντήλια». Kαι τον έστειλαν πίσω με το ίδιο καράβι, προτού προλάβει να πατήσει το πόδι του στη νέα γη.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ