«Ο βασιλιάς μπορεί να διορίσει πρωθυπουργό ακόμη και τον κηπουρό του». Η παροιμιώδης αυτή φράση έμελλε να αποδειχτεί περίτρανα τον Οκτώβριο του 1955, με τον διορισμό από τον βασιλέα Παύλο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ύστερα από τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπάγου. Βεβαίως, ο Καραμανλής δεν ήταν κηπουρός, απεναντίας, ήταν ένας από τους πιο πετυχημένους υπουργούς της κυβέρνησης, αλλά ταυτοχρόνως βρισκόταν τόσο χαμηλά στην επετηρίδα του κόμματός του, του Ελληνικού Συναγερμού, και κυρίως τόσο μακριά από τους δύο «φυσικούς διαδόχους» του Παπάγου, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τον Στέφανο Στεφανόπουλο, ώστε σύσσωμη η αντιπολίτευση – τόσο το Κέντρο, όσο και η Αριστερά – να ανέβει στα κεραμίδια και να καταγγείλει το «βασιλικό πραξικόπημα» (χώρια οι σεισμικές δονήσεις μέσα στον ίδιο τον Ελληνικό Συναγερμό). Ασφαλώς και δεν ήταν «πραξικόπημα», διότι το Σύνταγμα του 1952 επέτρεπε στον βασιλιά να διορίσει όποιον ήθελε, αλλά ο Καραμανλής, που διακρινόταν από τότε για την πολιτική διορατικότητά του, δεν σκόπευε να σταδιοδρομήσει σαν ανακτορικός σφουγγοκωλάριος και, ως εκ τούτου, φρόντισε αμέσως να εξασφαλίσει τη λαϊκή νομιμοποίησή του ζητώντας από τον ανώτατο άρχοντα την άμεση διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εθνικών εκλογών. Κάπου εκεί πήγε καλλιά του και ο Ελληνικός Συναγερμός – τον διαδέχτηκε η Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση, πλήρως ελεγχόμενη από τον Καραμανλή – αλλά το δίδαγμα της όλης ιστορίας παρέμεινε ακλόνητο: ό,τι δεν απαγορεύεται από το Σύνταγμα, επιτρέπεται.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ