Ο πελάτης στέκεται μπροστά από μια μεταξωτή υφαντή γραβάτα. «Πόσο κάνει αυτή η γραβάτα;» ρωτάει τον καταστηματάρχη. «Αυτή η γραβάτα κάνει τριάντα οκτώ ευρώ» απαντάει ο καταστηματάρχης με το σιδερωμένο χαμόγελό του. «Εγώ δίνω οκτώ ευρώ» δηλώνει ο πελάτης. Ως διά μαγείας το σιδερωμένο χαμόγελο του καταστηματάρχη εξαφανίζεται· εμφανίζονται τα πρώτα σύννεφα ανησυχίας. «Καλά, οκτώ ευρώ, ούτε να το συζητούμε» προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του· «επειδή όμως μου είστε ιδιαίτερα συμπαθητικός, μπορώ να σας την αφήσω τριάντα πέντε ευρώ». «Οκτώ ευρώ» επαναλαμβάνει ο πελάτης ατάραχος. «Εντάξει, δώστε μου τριάντα ευρώ, πάρτε την, πάτε στο καλό και μην το πείτε πουθενά». «Οκτώ ευρώ», ο πελάτης το ίδιο τροπάρι. Ο καταστηματάρχης αντιλαμβάνεται πλέον ότι ο πελάτης κάτι άλλο έχει στο μυαλό του, πάντως όχι τη γραβάτα. «Μάλιστα, κατάλαβα» τεκμαίρει ο καταστηματάρχης, πιο πολύ σαν να μονολογεί· «προφανώς δεν σας ενδιαφέρει ούτε αυτή η γραβάτα ούτε καμία άλλη. Το πράγμα μιλάει από μόνο του. Σας έστειλε ο απέναντι να κάνετε φασαρία, να φοβηθεί ο κόσμος, να μην πατάει άνθρωπος στο μαγαζί μου. Λοιπόν, δώστε μου είκοσι ευρώ, πάρτε τη γραβάτα και να μη σας ξαναδώ στα μάτια μου». «Οκτώ ευρώ», αμετακίνητος ο πελάτης, σαν βράχος. Ο καταστηματάρχης βρίσκεται πια στα όρια της απόγνωσης. Παλεύει μέσα του η οργή με την απελπισία και όταν επιτέλους καταφέρνει κάτι να ψελλίσει, δεν είναι ευδιάκριτο αν πρόκειται για ικεσία ή απειλή: «Ρε φίλε, ρίξε μια ματιά γύρω σου. Κοίτα το εμπόρευμά μου. Σε πόσες χιλιάδες ευρώ το αποτιμάς; Σε πόσες δεκάδες, σε πόσες εκατοντάδες χιλιάδες; Λες να με ενδιαφέρει μια γραβάτα, μια κωλογραβάτα; Πάρ’ την τσάμπα, ρε συ. Πάρ’ την τσάμπα και χάσου να μη σε βλέπω». «Δώσε μου άλλη μία» αποφαίνεται ο πελάτης.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ