Κέντρο Αθήνας, χαλαρή συζήτηση μεταξύ φίλων, με φόντο το καρπενησιώτικο δέντρο του Συντάγματος.

– «Κοτζαμάν Αθήνα και δεν έχει christmas market; Να πάρεις ένα στολίδι, να πιεις ένα γκλουβάιν, να χαζολογήσει κάπου ο τουρίστας…».

– «Καλύτερα έτσι, μπορεί να μην έμενε τίποτα όρθιο».

– «Αν ήθελαν να φτιάξουν, μπορούσαν. Πώς υπάρχουν στην υπόλοιπη Ευρώπη;».

– «Σκέψου τι θα γινόταν. Την ίδια μέρα θα ξέσπαγε καβγάς γιατί δεν πουλάνε το ζεστό κρασί με POS. Και δωσ’ του άλλος τσακωμός για το αν ταιριάζουν στην πλατεία ξύλινα ή σιδερένια σπιτάκια. Και δωσ’ του πλακώματα για το ποιος αποφάσισε να γίνουν δέκα περίπτερα που κρύβουν το σιντριβάνι και γιατί δεν προτιμήθηκε η Κοτζιά και πόσα πανάκριβα είναι όλα – «ούτε στο Παρίσι τόσο» – και καταχρεώθηκε ο Δήμος, άρα και εμείς, για μια κακή φιέστα…».

Και όσο κι αν έλαμπε η τυλιγμένη με κατακόκκινα αστέρια ευρυτανική πρασινάδα, δεν «ζέστανε» ποτέ την κουβέντα της παρέας. Δεν το κατάφερε ούτε η (εντυπωσιακή) τρίλεπτη προβολή με αγιοβασίληδες, ταράνδους, πολύχρωμα τουβλάκια Lego και καρουζέλ στο κτίριο – «καμβά» της Βουλής. Ο διάλογος δεν ξέφυγε ποτέ από το φόντο της γενικευμένης γκρίνιας, μιας έλλειψης ικανοποίησης για οτιδήποτε, μιας ανούσιας διένεξης για γιρλάντες και φωτεινά αγγελάκια (που έχουν το θράσος να… διαψεύδουν τις προσδοκίες ενός ολόκληρου λαού!) και τελικά μιας «υπόκωφης» μιζέριας – πασπαλισμένης βεβαίως με ολίγη χριστουγεννιάτικη αστερόσκονη. Τι να απόλαυσαν άραγε οι συγκεκριμένοι φίλοι από τη σαββατιάτικη βόλτα τους στη γιορτινή Αθήνα; Ισως απλώς να γύρισαν στο σπίτι με περισσότερο  αρνητισμό. Ισως στο ίδιο μοτίβο να παρακολούθησαν από τον καναπέ τους κάποιον social media «εμφύλιο», είτε χριστουγεννιάτικο είτε και off season. Ειδικά στα γιορτινά μέτωπα, πάντως, είναι πολλές οι επιλογές για όσους θέλουν να δώσουν λίγη από την υστερία τους και να νιώσουν καλύτερα. Εδώ και μέρες ζητούνται ισχυρά επιχειρήματα σε αμείλικτα ερωτήματα της καθημερινότητας: «Γέρνει ή δεν γέρνει το δέντρο του Μπακογιάννη;», «πόσο ακριβώς γέρνει;», «τελικά είναι ή δεν είναι φώτα κρεοπωλείου αυτά της Βασιλίσσης Σοφίας;», «γιατί το 3D Projection Mapping της Βουδαπέστης είναι πιο εντυπωσιακό από της Αθήνας;», «πόσα έδωσε ο Δήμος για να βάλει τον προτζέκτορα μπροστά στο Κοινοβούλιο;». Βέβαια μέσα σε όλα αυτά ουδείς ανοίγει σοβαρά τον διάλογο (δεν διαφαίνεται ούτε ένας μικρός προβληματισμός) για το τι είναι δημόσιος χώρος, πώς μπορούμε να συμμετέχουμε σε παρεμβάσεις, πώς μπορούμε επιτέλους να συνυπάρχουμε αρμονικά στην πόλη.

Μάλλον επειδή το εύκολο φαντάζει πιο βολικό για τους περισσότερους. Και το εύκολο σε μία εσωστρεφή πόλη στο στάδιο της ανάταξης είναι η χλεύη, η ξινίλα, το «ξεμάλλιασμα», ιδίως το διαδικτυακό. Εξάλλου τον γεροπαράξενο, μονόχνοτο και αντικοινωνικό Σκρουτζ θυμόμαστε όλοι στη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Ντίκενς. Ποιος θυμάται το χριστουγεννιάτικο πνεύμα του Παρελθόντος;

Οι καβγάδες, χρονιάρες μέρες, και τα… κατεβατά επικριτικών σχολίων για μια φωτιστική εγκατάσταση ή για ένα δέντρο που έγειρε στην κακοκαιρία αποτυπώνουν αυτή την «εσωστρέφεια», που ενσωματώθηκε στην Ελλάδα κατά την κρίση. Μαρτυρούν μια «τσιγκουνιά» συναισθημάτων και έλλειψη διάθεσης (γενικώς) – ο Σκουτζ ξέρει – που σίγουρα δεν περιορίζεται σε μια σειρά από κίτρινα λαμπιόνια και σαμπανιζέ μπάλες στον δημόσιο χώρο. Εξακολουθεί να υπάρχει στην καθημερινότητα, σε εργασιακούς χώρους, μέσα σε υπερβολικά ή καθόλου στολισμένα σπίτια.