Εκείνο το πρωινό της εικοστής πρώτης μέρας του Σεπτεμβρίου ο ανώνυμος φωτογραφος λίγο πριν πατήσει το κουμπί λήψης της Agfa paramat, έκλεισε τα μάτια και για μία στιγμή μπόρεσε να δει ατόφια τη συγκίνηση και την αγωνία των ανθρώπων που είχε μπροστά του. Κυρίως, όμως, μπόρεσε να νιώσει το καυτό αίμα του νεαρού να πυρώνει τις φλέβες του. Του νεαρού που από τη στιγμή που γράφτηκε στη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς είχε αυτή την αδιάκοπη αίσθηση ότι πρέπει να γίνει Αυτός. Ο Φοιτητής. Οι προσδοκίες εκείνου του παιδιού που κάποτε υπήρξε τον περίμεναν στο πρώτο σκαλί του αεροπλάνου πίσω του. Αν ήταν τυχερός, η πολυκαιρισμένη βαλίτσα (δυο αλλαξιές, τρία εσώρουχα, ένα εικονισματάκι. Το καλό το κουστούμι το φορούσε ήδη για το ταξίδι.) θα άντεχε μέχρι να φτάσει. Κι αν ήταν ακόμη πιο τυχερός, στο δώμα που θα έμενε θα υπήρχε και μια ξύλινη ντουλάπα για να βάλει μέσα τα λιγοστά του πράγματα. Ξύλινη, φτηνή ντουλάπα, ακριβή ελευθερία. Ενας κόσμος τρυφερός κι αθώος, γεμάτος γνώση, γεμάτος αναποδιές, ζωντανός ωστόσο, ακόμη κι ανάμεσα στα χαλάσματα που αργότερα κάποιοι θα ονόμαζαν «Μετεμφυλιακή Ελλάδα». Και μία πόλη που σιγά σιγά γέμιζε με κατοίκους σαν κι εκείνον, κατοίκους της «συνομοσπονδίας» ελληνικών χωριών, όπως έλεγε την Αθήνα ο Ραφαηλίδης. Τη στιγμή του φωτογραφικού κλικ δεν ήξερε πως η μαθημένη στον ορίζοντα της Ρόδου ματιά του δύσκολα θα συμβιβαζόταν με το κάγκελο και το τσιμέντο της αντιπαροχής. Πως μέρα με τη μέρα θα μάθαινε να συλλαβίζει νέες λέξεις και προτάσεις που θα τελείωναν με αμφίσημες λέξεις, όπως ας πούμε πατρίδα. Πως θα μετρούσε τις χρονιές με τους Σεπτέμβρηδες, και με το πόσα μαθήματα έμεναν μέχρι το πτυχίο.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ