«Δεν βρέθηκε καν το πτώμα του. Αλλοι λένε ότι του την έδωσε κι ανέβηκε στο βουνό και τον έφαγαν τα θηρία. Αλλοι ότι τον φόλιασε ένας γείτονας – έτσι, από σκέτο γινάτι – και τον φούνταρε στη θάλασσα. Κάποιοι ισχυρίζονται πως τον φαρμάκωσε ο ίδιος ο προπάππους μας! Και τον παράχωσε, νύχτα, στο περιβόλι. Γιατί; Επειδή, λέει, δεν άντεχε να τον βλέπει να γερνάει. Να τυφλώνεται, να σούρνεται… Τον αγαπούσε, κουτάβι τον είχε πάρει από κάτι τσοπάνηδες. Είχε όμως το δικαίωμα να τον σκοτώσει; Δεν θα μάθουμε ποτέ την αλήθεια…». «Ποια αλήθεια, μωρέ ξάδελφε; Μου μιλάς τόση ώρα για έναν σκύλο που ψόφησε πριν από ενενήντα χρόνια;». «Λυκόσκυλο ήταν, γνήσιο! Από πατέρα λύκο!» κατέβασε, με ύφος πένθιμο σχεδόν, το ποτήρι του.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ