«Αυτά τα βουνά, τα καταχιονισμένα/ κατέβηκε μια νύφη κοκκινομάγουλη/ μ’ ένα άλογο στο χέρι/ Αυτό το άλογο με τη λεπτή του χαίτη/ ήθελε [να πάει] να πετάξει/ για να βρει τον αφέντη του/ Αλλ’ ο αφέντης δεν είναι εδώ./ Πήγε να πλουτίσει με χρυσαφικά/ Εγώ είμαι τα χρυσαφικά!/Ας κοιμηθούμε μάγουλο με μάγουλο/ όπως [είναι κολλημένο] το ζυμάρι/ σ’ αυτή τη σκάφη/ Πάμε να κοιμηθούμε λαιμό με λαιμό/ όπως τα άλογα σ’ αυτό το λιβάδι». Το ερωτικό αυτό τραγούδι προέρχεται από την προφορική ιστορία των Φερών, στη νότια ομάδα των αρβανιτόφωνων χωριών της Δυτικής Θράκης. Και είναι χάρη στην ερευνητική εργασία του πεπειραμένου Τίτου Γιοχάλα που διασώζεται μαζί με δεκάδες άλλα τραγούδια από την terra incognita της πατριδογνωσίας. Μια ξεχασμένη εν πολλοίς επικράτεια, όπου η προφορικότητα διασώζει τη μνήμη, τα γεγονότα επανέρχονται από τις ρωγμές και οι μαρτυρίες «συνεργάζονται» με τη μεθοδική καταγραφή της μεγάλης ιστορίας. Στο μοιρολόι για τη λεηλασία του Σουλτάνκιοϊ από τους Τούρκους το 1914 (το οποίο ο Πασχάλης Βουρδόγλου τραγουδά το 1992 και μπορεί πλέον να ακούσει κανείς στο συνοδευτικό CD της έκδοσης) η Παναγία «έκλαιγε σαν άνθρωπος» για την εκκλησία που «καίγονταν σαν κερί». Στον διάλογο της ερωτευμένης με έναν πελαργό, ερωτικό τραγούδι από το χωριό Πέπλος, ο πελαργός αποκαλύπτει τελικά ότι είδε τον «σεβντά» της κοπέλας στην πεδιάδα: «εκεί θερίζει λίγο κριθάρι, τραγουδάει και σφυρίζει και λιγώνεται για την αγάπη σου».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ