Η νέα δεκαετία του 2020 έρχεται για τη χώρα μας με καλύτερους οιωνούς μετά την οδυνηρή εμπειρία της προηγούμενης δεκαετίας του 2010, που σώρευσε μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα στην Ελλάδα και βύθισε στην απογοήτευση μια ολόκληρη γενιά.
Βέβαια, τα προβλήματα δεν έπεσαν ως κεραυνοί εν αιθρία. Επωάστηκαν κατά την περίοδο της οικονομικής μεγέθυνσης των προηγούμενων δεκαετιών. Μιας μεγέθυνσης που δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με την υγιή και βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά συγκάλυπτε τα προβλήματα κάτω από μια επίπλαστη καταναλωτική ευημερία. Η πιστωτική επέκταση, η ανάπτυξη κλάδων παραγωγής μη διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων, η καθήλωση της μεταποιητικής βιομηχανίας και της αγροτικής οικονομίας, η αποφυγή διαρθρωτικών αλλαγών σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής, οδήγησαν στην υπέρμετρη αύξηση των ελλειμμάτων τόσο του Κρατικού Προϋπολογισμού όσο και των Εξωτερικών Πληρωμών και συνεπώς στον υπέρμετρο δανεισμό. Η παγκόσμια οικονομική κρίση επέσπευσε την οικονομική κατάρρευση και το 2010 η χώρα μας οδηγήθηκε στη χρεοκοπία και την αναζήτηση στήριξης από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Σήμερα, έπειτα από τρία Μνημόνια με αστοχίες και παλινδρομήσεις, η ελληνική οικονομία κατάφερε να ισορροπήσει τα κρίσιμα μεγέθη της, αφού προηγουμένως έχασε το 25% του προϊόντος της, η ανεργία έφθασε στο 27%, χιλιάδες μορφωμένοι νέοι οδηγήθηκαν στη μετανάστευση, δημιουργήθηκε ένα τεράστιο επενδυτικό κενό, το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας μειώθηκε το 2018 στο 67% του μ.ό. της ΕΕ έναντι 93%, το 2008, και το σημαντικότερο ίσως, χάθηκε η αυτοπεποίθηση από τους νέους της χώρας μας και η πίστη τους ότι η Ελλάδα μπορεί να προχωρήσει χωρίς δεκανίκια.
Είναι συνεπώς απολύτως αναγκαίο, η χώρα να βρει ένα νέο βηματισμό, να διδαχθούμε όλοι από τα λάθη του παρελθόντος, να δώσουμε μια νέα προοπτική στους νέους και να αντλήσουμε δύναμη από τις επιτυχίες των Ελλήνων, όχι μόνο κατά το κλασικό παρελθόν, αλλά και κατά τα τελευταία 200 χρόνια του ελεύθερου βίου. Εξάλλου, το 2020 είναι χρονιά προετοιμασίας και περισυλλογής για να γιορτάσουμε το 2021 δύο αιώνες προσπαθειών, διχασμών, αστοχιών, αλλά και λαμπρών επιτευγμάτων της χώρας μας από το 1821 μέχρι σήμερα.
Αν κατορθώσει, όπως φαίνεται, η Κυβέρνηση να εκσυγχρονίσει τον δημόσιο τομέα, να ενισχύσει τις προσπάθειες για ψηφιοποίηση της οικονομίας, να δημιουργήσει προϋποθέσεις για ιδιωτικές εγχώριες και ξένες επενδύσεις σε εξωστρεφείς τομείς, ώστε να αυξηθεί η απασχόληση και η παραγωγικότητα και συνεπώς τα εισοδήματα και τέλος να πραγματοποιήσει τις εκκρεμούσες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τότε μόνο θα αυξηθεί η αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας και θα επιτευχθούν οι φιλόδοξοι στόχοι της ανάπτυξης. Ετσι, μεταξύ άλλων, θα μπορέσουν και τα ελληνικά ομόλογα να συμμετέχουν στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με θετικές συνέπειες στο κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων και να καμφθεί η απαίτηση των δανειστών μας για μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα και συνεπώς να αυξηθεί ο δημοσιονομικός χώρος, όχι μόνο για κοινωνικές παροχές, αλλά και κυρίως για δημόσιες επενδύσεις.
Σήμερα δεν έχουμε το περιθώριο ως Κυβέρνηση, ως Αντιπολίτευση, αλλά και ως κοινωνία συνολικά, να ισχυριστούμε ότι δεν ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε (αλλά και τι δεν πρέπει να κάνουμε) για να ισχυροποιήσουμε την οικονομία της χώρας μας, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αντιμετωπίζει τις απειλές στον ταραγμένο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και τις μεγάλες παγκόσμιες προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και της τεχνητής νοημοσύνης.
Ο Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος της Εθνικής Επιτροπής «Ελλάδα 2021», πρώην υπουργός