Η ελληνική οικονομία αφήνει πίσω τη χειρότερη κρίση στην ιστορία της. Οι δείκτες οικονομικού κλίματος και προσδοκιών έχουν βελτιωθεί σημαντικά και υποδηλώνουν ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής. Το ίδιο πιστοποιούν και οι πραγματοποιούμενοι προσφάτως ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης. Οι αγορές χρήματος και κεφαλαίου προεξοφλούν θετικές μελλοντικές εξελίξεις.
Ωστόσο, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα περιοριστικές δημοσιονομικές, νομισματικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες σε σύγκριση με όλα τα άλλα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, καθώς και μία σειρά από προκλήσεις, αλλά και ευκαιρίες, στον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα, στο πλαίσιο της συμφωνίας για την ελάφρυνση του χρέους στο Eurogroup στις 21 Ιουνίου 2018, είναι σχετικώς υψηλά και θέτουν περιορισμούς στη δυνατότητα επίτευξης σημαντικά υψηλότερων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης. Το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων θέτει επίσης περιορισμούς στην ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει νέες επενδύσεις και να στηρίξει την πραγματική οικονομία. Ταυτόχρονα, τα ελληνικά κρατικά ομόλογα δεν έχουν ακόμα αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα και, ως εκ τούτου, δεν συμπεριλαμβάνονται στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Ως αποτέλεσμα, η ελληνική οικονομία δεν επωφελείται, παρά μόνον εμμέσως, από την επανεκκίνηση του προγράμματος αγοράς τίτλων της ΕΚΤ. Τέλος, η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά προκλήσεων (π.χ. το υψηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας, την προβλεπόμενη δημογραφική επιδείνωση, το μεγάλο επενδυτικό κενό, τον αργό ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, τη μεγάλη σε έκταση παραοικονομία και το υψηλό δημόσιο χρέος), οι οποίες επιβαρύνουν τις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και περιορίζουν τη δυνητική ανάπτυξη.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, πέρα από την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας λόγω του εμπορικού προστατευτισμού, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και κάποιες δομικές αλλαγές, οι οποίες επηρεάζουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα λειτουργεί στο μέλλον η ελληνική οικονομία, όπως είναι η ανάπτυξη των νέων ψηφιακών τεχνολογιών, η κλιματική αλλαγή και τα χαμηλά επιτόκια, τα οποία αναμένεται να παραμείνουν σε αυτά τα επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω της επιβράδυνσης της παραγωγικότητας, της γήρανσης του πληθυσμού, αλλά και άλλων παραγόντων που συμβάλλουν στη δημιουργία πλεονάσματος αποταμιεύσεων έναντι επενδύσεων.
Παράλληλα, παρουσιάζονται σήμερα και μεγάλες ευκαιρίες, οι οποίες μπορεί, και θα πρέπει, να αξιοποιηθούν πλήρως ώστε να επιτευχθεί η επαναφορά της Ελλάδας στον παγκόσμιο επενδυτικό χάρτη και να βελτιωθεί η θέση της στις διεθνείς κατατάξεις ανταγωνιστικότητας. Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων, σε συνδυασμό με το κατάλληλο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, αποτελεί βασικό στοιχείο για την επίτευξη του στόχου για ισχυρή, βιώσιμη και ισορροπημένη ανάπτυξη. Με βάση τους δείκτες ανταγωνιστικότητας της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι απαιτούμενες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να στοχεύουν στη βελτίωση του κράτους δικαίου, στην αναβάθμιση της ποιότητας του ρυθμιστικού περιβάλλοντος, στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας των θεσμών και στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της διοίκησης με την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας. Η εξάλειψη των διαρθρωτικών και θεσμικών εμποδίων θα καταστήσει τις αγορές περισσότερο ευέλικτες, θα βελτιώσει την ικανότητα απορρόφησης μιας εξωτερικής διαταραχής και θα επιτρέψει την ταχύτερη προσαρμογή και ανάκαμψη της οικονομίας μετά από μια νέα κρίση.
Η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να διαδραματίσει ενεργό ρόλο συμβάλλοντας στη βελτίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου (μέσω αυξημένων επενδύσεων στην εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία) καθώς και στη μετάβαση σε μια περιβαλλοντικά και κοινωνικά βιώσιμη κοινωνία. Προς την κατεύθυνση αυτή, η κυβέρνηση μέσω του Προϋπολογισμού του 2020 προωθεί ένα αναπτυξιακό και δημοσιονομικά ουδέτερο μείγμα πολιτικής με έμφαση στη μείωση της φορολογίας, με παράλληλη τήρηση των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων. Στο πεδίο της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, σημαντική ώθηση στις δημόσιες επενδύσεις για την αναβάθμιση των ενεργειακών συστημάτων και τις υποδομές δίνεται από την εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).
Σημαντικές είναι και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο χρηματοπιστωτικός τομέας, δηλαδή το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (DTC) και οι διάσπαρτες διατάξεις και ρυθμίσεις που καθορίζουν το πλαίσιο αφερεγγυότητας και πτώχευσης. Μια αποφασιστική λύση στα προβλήματα αυτά θα καταστήσει τις τράπεζες επενδυτικές ευκαιρίες και θα τους επιτρέψει να στρέψουν την προσοχή τους σε σύγχρονα επιχειρηματικά μοντέλα, στην αναζήτηση νέων επικερδών αναπτυξιακών ευκαιριών και δραστηριοτήτων, σε νέες τεχνολογίες και, πάνω απ’ όλα, στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Για να καλυφθεί το μεγάλο επενδυτικό κενό της ελληνικής οικονομίας, που φτάνει το 10% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση, καθοριστικής σημασίας είναι η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, με έμφαση στους πιο παραγωγικούς τομείς της οικονομίας και σε νέες υποδομές (greenfield) που δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η δημιουργία του κατάλληλου πλαισίου επιχειρηματικότητας, εντός του οποίου η ιδιωτική πρωτοβουλία θα λειτουργήσει αποτελεσματικά, και, εκμεταλλευόμενη τα δυναμικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και τη σύγχρονη τεχνολογία, θα εξασφαλίσει βιώσιμη ανάπτυξη. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει επίσης η προσπάθεια αύξησης της απορροφητικότητας των επενδυτικών πόρων από τα ευρωπαϊκά κοινοτικά ταμεία.
Σήμερα, είναι τεράστια η πρόκληση της μετάβασης από μια οικονομία χαμηλής εξειδίκευσης και χαμηλής εντάσεως τεχνολογίας, σε μία οικονομία μέσης και υψηλής εντάσεως τεχνολογίας, καθώς και η ενίσχυση της συμμετοχής της Ελλάδας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Η δημιουργία εγχώριων συστάδων παραγωγής (clusters) υψηλής προστιθέμενης αξίας θα λειτουργήσει θετικά προς την κατεύθυνση αυτή, ενώ χρηματοδοτικά εργαλεία και διευκολύνσεις σε επιχειρήσεις για την ένταξή τους στις διεθνείς αλυσίδες αξίας, μπορούν να προωθήσουν τις οικονομίες συγκέντρωσης δραστηριοτήτων εξωτερικής ανάθεσης (outsourcing) σε χωρικά οργανωμένες περιοχές (βιομηχανικά πάρκα, τεχνολογικά πάρκα, πάρκα εφοδιαστικής αλυσίδας κ.λπ.) με πολλαπλά οφέλη από τη δημιουργία καινοτομικών συστάδων επιχειρήσεων.
Ο εθνικός πλούτος της χώρας είναι το άθροισμα των δημόσιων και ιδιωτικών πόρων της. Η αναπτυξιακή πολιτική πρέπει να αποβλέπει στη μεγιστοποίηση αυτού του αθροίσματος. Οι συνέργειες μεταξύ τους βελτιστοποιούν το συνολικό αποτέλεσμα. Η συνεργασία και οι συμπράξεις δημόσιου – ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), όπου ο καθένας συνεισφέρει ανάλογα με το είδος του πλούτου, των πόρων, της τεχνογνωσίας και του συγκριτικού πλεονεκτήματος που διαθέτει, θα πρέπει να αποτελέσουν βασικό πυλώνα της νέας αναπτυξιακής στρατηγικής. Οι συνεργασίες αυτές και οι συμπράξεις, θα αυξήσουν την απασχόληση, και θα συμβάλουν στον επαναπατρισμό και στη δημιουργική απασχόληση των ταλαντούχων ελλήνων επιστημόνων και εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης, οι οποίοι, λόγω της κρίσης, έφυγαν από τη χώρα.
Ηδη πολλά έργα και στην Ελλάδα εκτελούνται σήμερα ως ΣΔΙΤ. Αυτή η γενική αρχή μπορεί να επεκταθεί με διάφορους τρόπους. Η έμφαση θα πρέπει να δίνεται σε τομείς με υψηλή οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική αξία όπως είναι η διαχείριση αποβλήτων, η εξοικονόμηση ενέργειας, οι κοινωνικές υποδομές και οι τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ). Αλλά ακόμη πιο σημαντικό είναι οι μελλοντικές ΣΔΙΤ να συνδεθούν με μεγάλα επενδυτικά σχέδια.
Η Ελλάδα έχει σημαντικές και ανεκμετάλλευτες ακόμη δυνατότητες όσον αφορά την αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι η Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤΑΔ ΑΕ) διαχειρίζεται ένα χαρτοφυλάκιο ακινήτων το οποίο περιλαμβάνει τουριστικά ακίνητα, Ολυμπιακά Ακίνητα, καθώς και 71.000 περίπου τίτλους ακινήτων της ιδιωτικής περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου. Επιπλέον, το ΤΑΙΠΕΔ έχει στο χαρτοφυλάκιό του 10 λιμάνια με τη μορφή ανωνύμων εταιρειών, τα οποία θα μπορεί να εκμεταλλευτεί στο άμεσο μέλλον.
Εκτός όμως από τα παραπάνω, η ελληνική οικονομία θα πρέπει να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης οικονομίας. Η Ελλάδα για να μπορεί να είναι πρωτοπόρος των εξελίξεων χρειάζεται σύγχρονο κράτος και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, ικανή να εφαρμόζει με συνέπεια τη δημόσια πολιτική και να αντιμετωπίζει με υπευθυνότητα και τεχνογνωσία τα δημόσια προβλήματα. Ο εκσυγχρονισμός και ο ψηφιακός μετασχηματισμός της δημόσιας διοίκησης θα πρέπει να είναι στις βασικές προτεραιότητες του προγράμματος μεταρρύθμισης.
Οι «έξυπνες πόλεις» (Smart cities), οι οποίες περιλαμβάνουν «έξυπνες δημόσιες υποδομές» (Smart infrastructure), δηλαδή την ψηφιακή αναβάθμιση των δημόσιων υποδομών (ειδικά σε δημόσιες επιχειρήσεις ή υπηρεσίες κοινής ωφέλειας), αυτοματοποιημένες συγκοινωνίες και κτίρια υψηλής ενεργειακής απόδοσης, θα βελτιώσουν την αποδοτικότητα των υποδομών, θα αναβαθμίσουν την ποιότητα ζωής, θα διασφαλίσουν την κοινωνική συνοχή και θα δημιουργήσουν συνέργειες μεταξύ όλων των παραγόντων της αστικής ανάπτυξης. Αρκετοί ελληνικοί δήμοι έχουν άλλωστε ήδη αναλάβει πρωτοβουλίες εφαρμόζοντας έξυπνες λύσεις.
Επιπλέον, επενδύσεις έντασης γνώσης και εκπαίδευση/κατάρτιση του πληθυσμού είναι οι νέοι εθνικοί στόχοι, που θα κρίνουν το μέλλον της χώρας. Η καινοτομία δεν αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των μεγάλων χωρών που διαθέτουν πολλούς πόρους για έρευνα και ανάπτυξη, έχουν μεγάλα ερευνητικά κέντρα, συγκεντρώνουν ισχυρό επιστημονικό προσωπικό και έχουν εταιρείες με μεγάλο προϋπολογισμό για έρευνα και ανάπτυξη. Η καινοτομία πλέον διαχέεται σε όλο τον κόσμο. Μικρές χώρες (π.χ. Σουηδία) με κατάλληλες πολιτικές έχουν αναδειχθεί ηγέτιδες της καινοτομίας, με εμφανή αντίκτυπο στην οικονομική τους ανάπτυξη.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελέσει έναν αξιόλογο κόμβο τεχνολογίας (technology hub). Στην κατεύθυνση αυτή, ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να δραστηριοποιηθεί αναλαμβάνοντας πρώτος πρωτοβουλίες και επιχειρηματικά ρίσκα που θα αποφέρουν κέρδη σε βάθος χρόνου. Πρέπει να γίνει από όλους κατανοητό ότι οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να προέλθουν από τη συνεχή και δυναμική διαβούλευση, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάδειξη των τεχνολογικών προτεραιοτήτων πρέπει να έχουν οι επιχειρήσεις και οι παραγωγικοί φορείς γενικότερα. Η χώρα διαθέτει σήμερα ένα σημαντικό αριθμό αξιόλογων, διεθνώς αναγνωρισμένων επιστημόνων. Επίσης, σημαντικός αριθμός εξαιρετικών ελλήνων επιστημόνων δραστηριοποιείται στο εξωτερικό. Αυτός ο πλούτος για τη χώρα δεν έχει αξιοποιηθεί για δεκαετίες. Ο ιδιωτικός τομέας οφείλει να εμπιστευτεί το καινοτόμο ταλέντο των νέων ελλήνων επιστημόνων.
Θα πρέπει επομένως να δοθεί περισσότερος χώρος στην ερευνητική και επιχειρηματική δραστηριότητα, να δημιουργηθεί ένα αξιόπιστο, απλό και ευέλικτο θεσμικό υπόβαθρο για την ανάπτυξη τεχνοβλαστών και νεοφυών επιχειρήσεων (spin-offs και start-ups) και τη μεγέθυνση των υφιστάμενων επιχειρήσεων, και να αξιοποιηθούν οι πόροι των ταμείων παροχής εγγυήσεων και χρηματοδοτήσεων. Και όλα αυτά με βασικό γνώμονα την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας όπου η επέλαση της ψηφιακής τεχνολογίας, της 4ης δηλαδή βιομηχανικής επανάστασης, ανέδειξε ως κυρίαρχο ζήτημα την επιτυχή συμβολή του εκπαιδευτικού συστήματος στη δημιουργία νέων εξειδικεύσεων και ειδικοτήτων που επιζητά η αγορά, αλλά και στην αποτελεσματική μετεκπαίδευση των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι κατέχουν ειδικότητες που η εξέλιξη της τεχνολογίας και ο αυτοματισμός τις έχουν υποβαθμίσει.
Η δημιουργία όμως γερής βάσης επιστημονικών δεξιοτήτων προϋποθέτει τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Στην Ελλάδα, ένας μεγάλος αριθμός μαθητών κινδυνεύει να είναι λειτουργικά αναλφάβητος ολοκληρώνοντας τη σχολική εκπαίδευση. Η ρίζα του προβλήματος όπως αποδεικνύεται βρίσκεται στα πρώτα χρόνια του σχολείου και αφορά το σύνολο της κοινωνίας. Το σύγχρονο ελληνικό σχολείο θα πρέπει να διδάσκει τους μαθητές πώς να μαθαίνουν μέσα από την πράξη (learning by doing), να αναπτύσσουν κριτική και επαγωγική σκέψη και να παίρνουν αποφάσεις χρησιμοποιώντας πολλαπλές πηγές πληροφόρησης μετά από σύγκριση και έλεγχο της αξιοπιστίας και της εγκυρότητας της πηγής. Η εκπαίδευση που θα εξοπλίζει τους νέους με αυτές τις πιο ουσιαστικές δεξιότητες είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Παράλληλα, το κράτος σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα και τον ακαδημαϊκό χώρο θα πρέπει να αναλάβει στοχευμένη δράση για την ψηφιακή αναβάθμιση της πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο τη βελτίωση του ψηφιακού αλφαβητισμού.
Επισημαίνεται ότι όσο μεγαλύτερο είναι το κόστος προσαρμογής (λόγω έλλειψης δεξιοτήτων και ανεπάρκειας επενδύσεων) στις νέες ψηφιακές τεχνολογίες, τόσο βραδύτερη θα είναι η διάχυση των νέων τεχνολογιών στην οικονομία και την κοινωνία και τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος εισοδηματικών αποκλίσεων από τις άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες και ειδικά τις χώρες-μέλη της ΟΝΕ.
Βασική προϋπόθεση για την επιτυχή υλοποίηση των παραπάνω δράσεων από την πλευρά του Δημοσίου είναι η αύξηση των δημοσίων εσόδων με τη δραστική αντιμετώπιση της παραοικονομίας. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η παραοικονομία ήταν, κατά μέσο όρο, πάνω από το 30% του ΑΕΠ την περίοδο 2009-2016. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να περιορίζονται τα δημόσια έσοδα, να αυξάνεται το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής για τους συνεπείς φορολογούμενους και να περιορίζονται οι διαθέσιμοι πόροι για τη χρηματοδότηση της υγείας, της εκπαίδευσης και των κοινωνικών δαπανών. Από εδώ και στο εξής απαιτείται περαιτέρω βελτίωση της φορολογικής διοίκησης, μεγαλύτερη έμφαση στους φορολογικούς ελέγχους, αλλά και επέκταση των ηλεκτρονικών πληρωμών σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες. Επιπλέον, θα πρέπει να περιοριστεί το φορολογικό βάρος και να δοθεί έμφαση στην ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και στο άνοιγμα όλων των κλειστών επαγγελμάτων. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η δυνατότητα απόκρυψης εισοδημάτων σε συνδυασμό με την ύπαρξη μονοπωλίων – ολιγοπωλίων σε ορισμένες επαγγελματικές δραστηριότητες επιδρά αρνητικά στη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας καθώς ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού επιλέγει είτε την αυτοαπασχόληση είτε τη δημιουργία μικρών επιχειρήσεων όπου οι δυνατότητες φοροδιαφυγής είναι μεγαλύτερες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζεται το μέσο μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, γεγονός που δρα ανασταλτικά στις νέες επενδύσεις και στη συνολική αναβάθμιση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας.
Οι πολιτικές που περιγράφονται παραπάνω θα βοηθήσουν ώστε να αντισταθμιστούν οι κίνδυνοι από την παγκόσμια επιβράδυνση, κυρίως όμως να κεφαλαιοποιηθούν οι θετικές προσδοκίες που έχουν διαμορφωθεί στο εσωτερικό άλλα και στις διεθνείς αγορές, ώστε να ενισχυθεί η συνολική παραγωγικότητα, η δυνητική ανάπτυξη και, σε τελευταία ανάλυση, η ευημερία της Ελλάδας.