Αλίμονο, δεν πλαγιάζω πια νωρίς. Ομως σαν παιδί, έπινα νερό από ένα ποτήρι που είχα δίπλα στο κρεβάτι, έσβηνα το φως, τραβούσα τα σκεπάσματα κι έκλεινα τα μάτια με λαχτάρα γιατί με περίμενε ένα όνειρο πέρα από το κατώφλι του ύπνου. Κάποτε μέσα στη νύχτα ξυπνούσα αλλά το όνειρο που είχε διακοπεί έμενε μαζί μου για λίγα δευτερόλεπτα. Μια γουλιά ακόμη, τα μάτια πάλι κλειστά κι ίσως να μην το έχανα, ίσως να συνεχιζόταν. Το πρωί ανέσυρα από το συρτάρι του κομοδίνου ένα τετράδιο – εκεί έγραφα ή σχεδίαζα όσα απομεινάρια δεν είχαν σβήσει το φως της ημέρας ή το άγχος του σχολείου.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ