Η επίσκεψη του στρατάρχη Χαφτάρ βάζει εκ των πραγμάτων την Αθήνα στο κέντρο του γεωπολιτικού παιχνιδιού που παίζεται στη Λιβύη. Η ελληνική διπλωματία επομένως δεν μπορεί παρά να κινηθεί με αυτή ακριβώς τη γνώση. Με τη γνώση πως μπήκε στον χορό και πρέπει να χορέψει ισορροπώντας συγχρόνως στο τεντωμένο σκοινί πάνω στο οποίο παίζονται τα γεωπολιτικά παιχνίδια.
Δεν είναι ασφαλώς εύκολο. Στο παιχνίδι συμμετέχουν μεγάλοι και ισχυροί παίκτες, όπως είναι η Ρωσία. Παίκτες που διεκδικούν χώρο κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, όπως είναι η Τουρκία, αλλά και παίκτες που εμφανίζονται στον ρόλο του διαιτητή φροντίζοντας παράλληλα τα συμφέροντά τους, όπως είναι η Γερμανία. Την ίδια ώρα, οντότητες με τεράστια ισχύ, όπως είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ενωση, δείχνουν να προτιμούν δευτερεύοντα ρόλο.
Σε αυτές τις συνθήκες καλείται η Αθήνα να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της – συμφέροντα που βάλλονται ευθέως από τη συμφωνία της Αγκυρας με την κυβέρνηση της Τρίπολης. Και όπως μαρτυρά και η επίσκεψη Χαφτάρ, καθώς και η τοποθέτηση του έλληνα υπουργού Εξωτερικών μετά τη συνάντησή τους, ο προσανατολισμός της ελληνικής κυβέρνησης είναι αυτός μιας ενεργούς διπλωματίας. Η Αθήνα δεν φαίνεται να παρατηρεί απλώς. Συμμετέχει, στοχεύοντας μάλιστα σε μια συμμετοχή επί ίσοις όροις.
Η επιλογή της ενεργούς διπλωματίας θα κριθεί βέβαια εκ του αποτελέσματος. Δεν μπορεί να διαφωνήσει κανείς όμως πως ενεργή διπλωματία σημαίνει εξάντληση όλων των διπλωματικών μέσων. Αλλά και πως απαιτεί ιδιαίτερη αντοχή, υπομονή και επιμονή. Απαιτεί ενάργεια και ευελιξία. Οχι όμως ηττοπάθεια και υποχωρητικότητα.