Μου έλεγε σχετικά πρόσφατα ένας ξένος ελληνιστής ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε τη λογοτεχνική μετάφραση σαν μουσική. Πρωτάρα και φοβική εγώ (σε όλα τα είδη), κλώτσησα μέσα μου. Κι αν για να αποφύγεις το φάλτσο, αντί για σονάτα παραδώσεις στο τέλος ένα μαρς μιλιτέρ ή το ανάποδο; Ποιος πληρώνει μετά τον μαέστρο, τους σολίστες, τη χορωδία, τον συνθέτη; Και καλά με τους καλλιτέχνες. Αυτοί πες ότι το έχουν αποδεχτεί προ πολλού πως θα πεθάνουν στην ψάθα. Οι απλοί χρήστες της γλώσσας όμως; Οχι τόσο αυτοί που τη λαλούν όσο εκείνοι που την ακούνε. Οι σιωπηλοί που βράζουν στο ζουμί τους. Εκείνοι που κάθε φορά που ακούγεται το τσιτσίρισμα από γλωσσικά κύτταρα που καίγονται δεν βγαίνουν χάριν γούστου από τα ρούχα τους ούτε από κακώς εννοούμενη κοκεταρία. Και κάπως έτσι, η μεταξύ μας συνεννόηση καθίσταται σιγά σιγά μούσμουλο. Αποφεύγω τα μούσμουλα γιατί φοβάμαι μη με πνίξει το γλιστερό τους κουκούτσι. Παρά τις επιφυλάξεις μου, τα μούσμουλα πρέπει πάντως να φαγωθούν, οι συνεχόμενοι πνιγμοί επειγόντως να αναταχθούν και η γλώσσα εξάπαντος να φωνάξει «άνθρωπος στη θάλασσα». Διότι άνθρωπος είναι κι αυτή, για να μην πω το πιο σημαντικό επίτευγμα του ανθρώπινου πολιτισμού.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ