Τολμηρός, λάτρης του χρώματος και ταγμένος στη ζωγραφική, ο Δημοσθένης Κοκκινίδης, ο οποίος έδωσε πολιτική διάσταση στα έργα του, αξιοποίησε το ταλέντο του για να γράψει ένα σπουδαίο κεφάλαιο στην εφαρμοσμένη τέχνη και δίδαξε πολλές γενιές νέων καλλιτεχνών από την έδρα του καθηγητή στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών. Οι στρατιώτες που έβλεπε ο 10χρονος τότε μαθητής να αναχωρούν για το αλβανικό μέτωπο αποτέλεσαν τα πρώτα του μοντέλα. Αργότερα ήταν οι ηθοποιοί που έβλεπε στον κινηματογράφο και οι καθηγητές του στο Γυμνάσιο. Ωστόσο τα περιορισμένα οικονομικά της οικογένειας δεν του επέτρεπαν να ελπίζει σε μια καριέρα ζωγράφου. Είχε αρχίσει να βλέπει το μέλλον του ως ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού ενώ παράλληλα ζωγράφιζε πιάτα για τους τουρίστες. Και ίσως να μην έφτανε ποτέ να περάσει το κατώφλι της ΑΣΚΤ αν δεν τον συνέστηνε ο αδελφός του στον γείτονά τους, τον γνωστό ζωγράφο Μίμη Περδικίδη. Θιασώτης του μοντερνισμού, όχι στην ακραία εκδοχή του, εναντίον της απόλυτης αφαίρεσης, καθώς τον ενδιέφερε τα έργα του είναι εύληπτα στον θεατή, και μέλος της ομάδας Τέχνη, αφιέρωσε μεγάλο κομμάτι της δημιουργίας του στην εφαρμοσμένη τέχνη, καθώς σε συνεργασία με τη σύζυγό του Πέπη Σβορώνου άφησαν εποχή με τα ζωγραφισμένα φορέματα, παρά τα επικριτικά σχόλια των συναδέλφων τους. Με τα κομμάτια εκείνα κέρδισαν τη διεθνή σκηνή καθώς φορέθηκαν από προσωπικότητες όπως η ηθοποιός Μισέλ Μοργκάν, η Λι Ράτζβιλ, αδελφή της Τζάκι Κένεντι, σε τελετή απονομής βραβείων Οσκαρ, και η Ειρήνη Παππά. Βρήκαν δε τη θέση τους στις βιτρίνες φημισμένων καταστημάτων στην Αθήνα, τη Νέα Υόρκη, στη Βοστώνη, στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στη Βασιλεία.

Αριστερός από τα γεννοφάσκια του, όπως δήλωνε ο ίδιος, παρόλο που οι αριστεροί είχαν σκοτώσει τον πατέρα του το 1944, πίστευε στην «Αριστερά εκείνη που εκφράζει τον γνήσιο σοσιαλισμό, με ισότητα ώστε να ζουν όλοι καλά. Μια Αριστερά που ήταν ουτοπία και κοινωνική ανάγκη». Οσο για την αποτίμηση της δουλειάς του, έλεγε στα «ΝΕΑ» προ δύο ετών: «Δεν με ενδιαφέρει τι θα γράψουν οι ιστορικοί τέχνης του μέλλοντος… Ας με ξεχάσουν. Ας πεθάνουν μαζί με μένα και τα έργα. Το λιγότερο που με ενδιαφέρει είναι το μετά θάνατον. Από τη στιγμή που μια ποσότητα έργων έχει πάει σε σπίτια, πόσοι από αυτούς θα τα πετάξουν και πόσοι θα τα κρατήσουν; Αυτό είναι ένα ερώτημα που έχει ενδιαφέρον. Τι αντέχει στα χέρια ενός φιλότεχνου;».