Μέσα στο πλήθος των στοιχείων για τη φτώχεια στην Ελλάδα, που δημοσίευσε σε πρόσφατη έκδοσή του ο ΣΕΒ, αξιοποιώντας σχετική μελέτη του ΟΟΣΑ, δεν δόθηκε μεγάλη σημασία σε ορισμένα ευρήματα που δείχνουν ότι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στη χώρα μας έχει χαμηλή απόδοση.
Οπως προκύπτει από τα σχετικά στοιχεία, οι ανισότητες στην Ελλάδα βρίσκονται περίπου σε μεσαίο επίπεδο σε σύγκριση με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ. Στη χώρα μας το 10% του πληθυσμού κατέχει το 42% του καθαρού πλούτου, έναντι 52% στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ και 78% στις ΗΠΑ, ενώ στη Σουηδία και στη Φινλανδία παρατηρούνται τα χαμηλότερα ποσοστά ανισότητας όπως αναμενόταν.
Αντίθετα, στις μετρήσεις που αφορούν την οικονομική απόδοση που έχει η επένδυση στη γνώση η Ελλάδα βρίσκεται σε πολύ χαμηλή θέση. Συγκεκριμένα στη χώρα μας οι απόφοιτοι της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης διαθέτουν το 71% και οι απόφοιτοι Λυκείου το 79% του καθαρού μέσου πλούτου που κατέχουν οι πτυχιούχοι πανεπιστημίου, ενώ στον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνά το 44% και το 59% και στις ΗΠΑ φτάνει μόνο το 16% και το 27% αντιστοίχως.
Η κατάσταση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι στην Ελλάδα οι πτυχιούχοι πανεπιστημίου δεν κατορθώνουν για διάφορους λόγους να επιτύχουν υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας σε σχέση με τους αποφοίτους πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και έτσι να συσσωρεύσουν πλούτο.
Προφανώς, αυτή η ερμηνεία του φαινομένου μπορεί να μην έχει απόλυτη ισχύ, καθώς οι ανισότητες στον πλούτο πολλές φορές προϋπάρχουν ανεξάρτητα από το εκπαιδευτικό επίπεδο. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι απόφοιτοι πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης συνήθως προέρχονται από γονείς επίσης αποφοίτους παρόμοιου εκπαιδευτικού επιπέδου δείχνει ότι η υψηλότερη βαθμίδα εκπαίδευσης δεν αποδίδει οικονομικά.
Αυτό σημαίνει ότι στην ελληνική κοινωνία, είτε η γνώση δεν έχει μεγάλη εκτίμηση, όπως σε άλλες κοινωνίες, είτε ότι η ποιότητα της παρεχόμενης πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι χαμηλή, είτε ότι οι πτυχιούχοι πανεπιστημίου δεν μπορούν να απασχοληθούν σε θέσεις ανάλογες με τα προσόντα τους, ώστε να έχουν πολύ υψηλότερες αμοιβές σε σχέση με τους αποφοίτους χαμηλότερων βαθμίδων εκπαίδευσης. Το τελευταίο μπορεί να συμβαίνει επειδή η ελληνική πανεπιστημιακή εκπαίδευση δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας λόγω της παραγωγικής διάρθρωσης και του χαμηλού επιπέδου ανάπτυξής της.
Ισως να ισχύουν ταυτόχρονα όλες οι προαναφερόμενες ερμηνείες. Αυτό όμως δεν αλλάζει την πραγματικότητα. Είναι συνεπώς παράδοξο ότι οι ελληνικές οικογένειες στη μεγάλη πλειονότητά τους επιδιώκουν με κάθε θυσία την πανεπιστημιακή εκπαίδευση των παιδιών τους, υποτιμώντας την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση, παρά το γεγονός ότι η επιδίωξή τους αυτή δεν στηρίζεται σε πραγματικά οικονομικά δεδομένα.
Η κατάσταση αυτή συνδέεται με τη φυγή των ελλήνων πτυχιούχων πανεπιστημίου στο εξωτερικό καθώς στην περίοδο της κρίσης οι δυνατότητες απασχόλησής τους, έστω σε στοιχειωδώς ικανοποιητικά αμειβόμενες θέσεις, ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτες. Η αντιστροφή της κατάστασης αυτής που επιδιώκει η σημερινή κυβέρνηση μπορεί μόνο να πραγματοποιηθεί εάν η ελληνική οικονομία εισέλθει σε μια ταχύρρυθμη αναπτυξιακή τροχιά ύστερα από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης.