Θεσμοθέτηση της 15ης Δεκεμβρίου ως ημέρας μνήμης των Ελλήνων-θυμάτων των σταλινικών διώξεων του 1937 επιδιώκει η Ομοσπονδία Ελληνικών Συλλόγων Ουκρανίας (ΟΕΣΟ) έπειτα από σχετική γνωμοδότηση-εισήγηση του Ινστιτούτου Εθνικής Μνήμης της Ουκρανίας, που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες. Ηδη η απόφαση για τη συγκεκριμένη ημέρα μνήμης έχει τεθεί σε ισχύ για την περιφέρεια του Ντονέτσκ, ενώ η ΟΕΣΟ επιδιώκει πλέον και την πανουκρανική αναγνώριση, μια διαδικασία που θα περάσει από το ουκρανικό κοινοβούλιο.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1937 εκδόθηκε η Υπ’ Αριθμόν 50215 ντιρεκτίβα της σοβιετικής μυστικής αστυνομίας (NKVD), η οποία στη συνέχεια έγινε γνωστή ως «ελληνική επιχείρηση». Με αυτή την απόφαση, στις 15 Δεκεμβρίου ξεκίνησαν μαζικές συλλήψεις στις περιοχές με μεγάλη συγκέντρωση ελληνικού πληθυσμού: στην Αζοφική, την Οδησσό, την Κριμαία, το Χάρκοβο και το Κίεβο. Οι συλλήψεις αφορούσαν τόσο τους γηγενείς Ελληνες όσο και τους Ελληνες που είχαν έρθει από Ελλάδα ή άλλες χώρες. Στο σχετικό έγγραφο γίνεται ειδική μνεία για την «αναγκαιότητα» σύλληψης των «πολιτικών προσφύγων» από την Ελλάδα.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις ιστορικών, κατά τη διάρκεια της επιχείρησης συνελήφθησαν 7.600 – 9.400 άτομα, κυρίως άντρες. Ανω του 90% των συλληφθέντων εκτελέστηκαν, ενώ οι υπόλοιποι εστάλησαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης για 10 χρόνια. Η περίοδος που έμεινε χαραγμένη στη σοβιετική ιστορία ως «ο μεγάλος τρόμος» πέρασε σαν οδοστρωτήρας πάνω και στον ελληνικό πληθυσμό. «Η επικρατέστερη άποψη όσον αφορά τους λόγους της Ελληνικής Επιχείρησης έχει να κάνει με την προσπάθεια διάλυσης των ομοιογενών εθνοτικών πληθυσμών σε όλη τη σοβιετική ένωση. Υπάρχει και μια άλλη άποψη που λέει ότι ο Στάλιν έδρασε εκδικητικά καθώς δεν κατάφερε να χρησιμοποιήσει την Ελλάδα ως προγεφύρωμα για να διεισδύσει σε χώρες της Μέσης Ανατολής και αλλού. Ωστόσο, καθώς οι εμπνευστές της επιχείρησης δεν ζουν πια, όλα αυτά είναι μόνο υποθέσεις» λέει στα «ΝΕΑ» ο Ιγκορ Κορέτνικοβ, συνεργάτης του Ινστιτούτου Εθνικής Μνήμης. Σύμφωνα πάντως με την επίσημη σοβιετική εκδοχή, όπως αναφέρεται στο σχετικό έγγραφο-ντιρεκτίβα της NKVD, ο λόγος είχε να κάνει με την «κατασκοπευτική-υπονομευτική» δράση των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών, οι οποίες εκτελούσαν εντολές «των μυστικών υπηρεσιών της Αγγλίας, της Γερμανίας και της Ιαπωνίας».
Μεγάλο μέρος των θυμάτων ήταν η «αφρόκρεμα» του ελληνικού κινήματος, άνθρωποι με μόρφωση, πάνω στους οποίους θα βασιζόταν η μελλοντική ανάπτυξη του ελληνισμού της Ουκρανίας. Εκτός από την εξόντωση των ίδιων των ανθρώπων, το σοβιετικό καθεστώς έκλεισε τα ελληνικά μορφωτικά και πνευματικά ιδρύματα: τα ελληνικά σχολεία, το Ελληνικό Θέατρο της Μαριούπολης, το ελληνικό παιδαγωγικό λύκειο, η ελληνική εφημερίδα και περιοδικό, εκδοτικό οίκο και τυπογραφία. Ολα τα πνευματικά κεκτημένα του ουκρανικού ελληνισμού χάθηκαν μέσα σε λίγες ημέρες. Δυνατότητα καλλιέργειας της ελληνικότητάς τους απέκτησαν οι Ελληνες μόλις στα τέλη δεκαετίας του 1980, όταν πλέον η ΕΣΣΔ έπνεε τα λοίσθια.
«Βεβαίως, σε μεγαλύτερο βαθμό επλήγησαν οι περιοχές της Μαριούπολης και του Ντονέτσκ, όπου ζούσαν οι περισσότεροι Ελληνες και υπήρχαν οργανωμένες δομές εκπαίδευσης. Σε ορισμένα χωριά η σφαγή ήταν συντριπτική. Για παράδειγμα, στο χωριό Στίλα, την άνοιξη του 1938 δεν έμεινε ζωντανός ούτε ένας άντρας ηλικίας 18-60 ετών» λέει στα «ΝΕΑ» η Βικτώρια Πομαζάν, αρχισυντάκτρια της εφημερίδας «Ελληνες της Ουκρανίας» και μέλος ΔΣ της ΟΕΣΟ.
Δεν ήταν η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που το σοβιετικό καθεστώς πραγματοποίησε επιχειρήσεις εξόντωσης των Ελλήνων στην Ουκρανία και στην ΕΣΣΔ. Ηδη από την περίοδο της «αποκουλακοποίησης», στις αρχές της δεκαετίας του ’30, οι Ελληνες ήταν η τέταρτη σε πληθυσμό εθνότητα που επλήγη (μετά τους Ουκρανούς, Ρώσους και Γερμανούς). Αργότερα, κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (1944), πάνω από 15.000 Ελληνες της Κριμαίας απελάθηκαν σε περιοχές Κεντρικής Ασίας, Σιβηρίας κ.ά. μαζί με τους Τατάρους ως «συνεργάτες των ναζί». Οι σκληρές συνθήκες της μεταφοράς και των νέων «πατρίδων» τους στάθηκαν μοιραίες για πολλούς. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η εθνικότητα Ελληνας στην πέμπτη σειρά του σοβιετικού διαβατηρίου ισοδυναμούσε με λιγότερες ευκαιρίες στην εκπαίδευση, χειρότερη θέση στη δουλειά και διαρκή φόβο.
Σήμερα, με τις κοινές προσπάθειες της ΟΕΣΟ, του ελληνικού κράτους και ιδιωτικών πρωτοβουλιών, ο ελληνισμός της Ουκρανίας ξαναβρίσκει τον βηματισμό του, τα νέα ελληνικά διδάσκονται σε σχολεία και πανεπιστήμια, εκδίδονται βιβλία και πραγματοποιείται συστηματοποιημένη καταγραφή του λαογραφικού πλούτου των Ελλήνων της Αζοφικής. «Η διατήρηση της μνήμης, ακόμη και των πιο σκοτεινών σημείων της και η απόδοση της ιστορικής αλήθειας…», σημειώνει η κυρία Πομαζάν, «…είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της αναγέννησης».