Η ποίησή της εκκινούσε από τη στέρηση και τις ματαιώσεις της πραγματικότητας, τις οποίες επιχειρούσε να αναπληρώσει η γλώσσα. Οι αφηρημένες έννοιες αποκτούσαν μορφή, τα συναισθήματα άλλαζαν όνομα και χρήση, τα επιρρήματα γίνονταν ρήματα. Και κάπως έτσι, «το γκροτέσκο συγκατοικεί με το τρυφερό, ο εφιάλτης με το ροζ kitsch, ο τρόμος με το κατάμαυρο χιούμορ», όπως γράφει στο δοκίμιό του «Στην τετράγωνη νύχτα της φωτογραφίας» ο Νίκος Δήμου. Η λεξιπλασία της Κικής Δημουλά, η οποία έφυγε από τη ζωή το απόγευμα του περασμένου Σαββάτου, έγινε με αυτόν τον τρόπο το σήμα κατατεθέν της (προκαλώντας μέρος της κριτικής, η οποία διέκρινε κάθε φορά τα λεκτικά παιχνίδια από τον μανιερισμό). «Nεφοσκεπές ψιλόβροχο ημέρας./ Kάτι μωραί καμπάνες πιτσιλάνε/ τον ύπνο του Λαζάρου να εξέλθει./ Kαλά στοκαρισμένο το φως γύρω γύρω./ Eίχα και γω να δεύρο κάποιους έξω/ μα δε μου αποκρίθηκαν αν θέλουν» (από το «Τελευταίο σώμα μου», 1981). Στους παραπάνω στίχους διαφαίνεται και η κατά καιρούς καταφυγή σε θρησκευτικά σύμβολα, που θα γίνει πυκνότερη προς το τέλος της ποιητικής διαδρομής.
![](/wp-content/themes/whsk_taneagr/common/imgs/nealaptop.png)
![](/wp-content/themes/whsk_taneagr/common/imgs/neaportrait.png)
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ