Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ως συνέπεια του καθεστώτος της Βαϊμάρης, που είχε αρχίσει ως πείραμα δημοκρατίας και κατέληξε σε ακυβερνησία, και της φρίκης του ναζισμού, που σημάδεψε την ιστορία όχι μόνο μιας χώρας, ενός λαού κι ενός αιώνα, αλλά ολόκληρης της ανθρωπότητας, η Γερμανία συνήψε μια, οικειοθελή αλλά αναγκαστική, συμφωνία με τον διάβολο. Ο διάβολος ήταν αυτό που ξεφεύγει, που ξέφυγε δύο τουλάχιστον φορές, από τις καλύτερες προθέσεις ενός οργανωμένου πολιτικού συστήματος και μιας πειθαρχημένης κοινωνίας και η συμφωνία είχε έναν πυρήνα, να μην ξαναβγεί από το τσόφλι του το αβγό του φιδιού, και δύο βασικά σκέλη: την απομόνωση και κατάπνιξη των άκρων στο εσωτερικό της χώρας και την ενεργό συμβολή στη δημιουργία, σταθεροποίηση και εμβάθυνση της Ενωμένης Ευρώπης. Πρόληψη, από τη μία, και κάθαρση, από την άλλη, που ενσαρκώθηκαν σε δύο θεσμικές χειρονομίες – την εκ του Συντάγματος της Βόννης δυνατότητα απαγόρευσης κομμάτων και τον σεβασμό του «δόγματος Σμιτ» στην Ευρώπη – και βρήκαν το απόγειό τους στην ειρηνική πτώση του Τείχους και επανένωση της Γερμανίας, δίδυμες λάμψεις που κάποιοι βιάστηκαν να αποκαλέσουν «τέλος της Ιστορίας», το 1989.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ