Κάποιες πλευρές στην πολιτική και τα media στην Ελλάδα προσπαθούν να διαμορφώσουν καταστάσεις διαίρεσης και να στοχοποιήσουν αδιακρίτως. Δεν πρόκειται, βεβαίως, για ένα νέο φαινόμενο στην ελληνική πολιτική. Δυστυχώς, υπάρχουν ερείσματα στην πολιτική κουλτούρα και ιστορία μας, τα οποία υποδαυλίζουν τις διαιρέσεις, την πόλωση και την αντιπαλότητα χωρίς όρια και αρχές. Εχουμε αρκετά παραδείγματα και περιπτώσεις να αναφέρουμε. Το λυπηρό είναι ότι τα κίνητρα στις πλείστες των περιπτώσεων είναι ιδιοτελή και αποσκοπούν σε βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη. Αυτό το οποίο θυσιάζεται, όμως, είναι το δημόσιο συμφέρον.
Τα παραπάνω δεν υπονοούν, βεβαίως, ότι πρέπει να εκλείψει η πολιτική αντιπαράθεση επί εναλλακτικών προτάσεων και η κριτική προς την κυβερνητική δράση. Αυτό είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας, στην οποία ουδείς θέλει να υπάρχουν εκπτώσεις.
Ωστόσο, σε ορισμένα πεδία πολιτικής διακυβεύεται όχι απλώς η καλή νομοθέτηση μίας διάταξης, αλλά μείζονα ζητήματα δημοσίου συμφέροντος. Ακόμη και στα ζητήματα αυτά πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα κριτικής και να ζητείται η λογοδοσία των κυβερνήσεων. Αλλά ταυτόχρονα, πρόκειται για ζητήματα στα οποία τα κόμματα και τα πολιτικά πρόσωπα αναλαμβάνουν τη δική τους ευθύνη, δηλαδή να σταθμίσουν την προσκόμιση ενός οφέλους χάριν της εθνικής ωφέλειας η οποία προκύπτει.
Στην Ελλάδα μετά κόπων και βασάνων κατανοήσαμε τη σημασία αυτής της ευθύνης για εθνική συνεννόηση. Είναι πλέον πολλά τα παραδείγματα τα οποία τεκμηριώνουν ότι αυτή προκύπτει μεταξύ διαφορετικών κομμάτων τα οποία άσκησαν εξουσία σε τομείς υψηλού ενδιαφέροντος: τη θέση της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής με προεξάρχοντα εκείνα των σχέσεων με την Τουρκία, το Κυπριακό και χώρες όπως οι ΗΠΑ, το Ισραήλ και άλλες χώρες της Μεσογείου, την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και τη δυναμική προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, όπως είναι οι εμβληματικές περιπτώσεις του Πειραιά και άλλων λιμένων, των αεροδρομίων και των άλλοτε κραταιών ΔΕΚΟ (π.χ. τηλεπικοινωνίες).
Με υστέρηση, λοιπόν, προσεγγίσαμε πολιτικές πρακτικές συγκερασμού της αντιπαράθεσης και της συνεννόησης, όπως προκύπτουν από την εμπειρία πολιτικών συστημάτων με ισχυρή παράδοση συναινετικών πολιτικών. Η πρόοδος αυτή πρέπει να συνεχιστεί, προκειμένου να κάνουμε στέρεα βήματα στην εμβάθυνση της δημοκρατίας. Οφείλουν οι πολιτικές ηγεσίες εμπράκτως να αναδεικνύουν τη σημασία της συνεννόησης και πώς αυτή προάγει το δημόσιο συμφέρον. Δυστυχώς, διερχόμαστε μία περίοδο αυξημένης δυσπιστίας προς τους πολιτικούς θεσμούς. Αρκετές κοινωνικές ομάδες διαπνέονται από αισθήματα αδιαφορίας ή και κυνισμού, ενώ πολύ συχνά είναι ευάλωτες σε ακραίες θέσεις και στη διασπορά ψευδών ειδήσεων.
Η κατάσταση αυτή είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνη στα θέματα ασφάλειας και άμυνας της χώρας. Οι πρακτικές στοχοποίησης μετέρχονται σενάρια συνωμοσίας και παντός είδους τεχνικές διαστρέβλωσης καταστάσεων. Για τον λόγο αυτό, οι θέσεις των κομμάτων πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια και να μην υποκύπτουν στις ανάγκες της δημαγωγίας. Δεν προάγεται η ασφάλεια και η άμυνα με ρητορικές εξάρσεις, υπονοούμενα και εθελοτυφλία.
Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε τη θέση μας στον σύγχρονο κόσμο, να επιδιώξουμε με διπλωματική δεινότητα τα εθνικά συμφέροντα, να καλλιεργήσουμε τη συναίνεση των πολιτών με την πληρέστερη δυνατή ενημέρωση και να είμαστε έτοιμοι να διαχειριστούμε δύσκολες καταστάσεις με την κατάλληλη προετοιμασία διαφορετικών δομών του κράτους. Αυτό συνέβη για παράδειγμα στην Ιρλανδία, η οποία διήλθε διαδοχικά στάδια οικονομικής ανάπτυξης, κρίσης και επανόδου στην ευημερία δίχως να διαρραγούν τα θεμελιώδη τα οποία συγκροτούν αυτή την κοινωνία και οικονομία. Αντιστοίχως, χώρες όπως η Εσθονία χαρακτηρίζονται από μία γραμμική πορεία προς την εδραίωση των καλύτερων προτύπων ψηφιακής διακυβέρνησης, παρά το γεγονός ότι η αφετηρία τους ήταν αυτή ενός τμήματος της πρώην ΕΣΣΔ. Η Ελλάδα μπορεί να προσαρμοσθεί στα νέα διεθνή δεδομένα και να ανοίξει ορίζοντες μιας ευημερίας βασισμένης στη δημιουργία μιας ρεαλιστικής προσέγγισης της εθνικής συνεννόησης.
Η Μαριέττα Γιαννάκου είναι πρώην υπουργός