Στις 27 Ιουλίου 1821 ο Δημήτριος Υψηλάντης, από την πολιορκία της Τριπολιτσάς όπου βρίσκεται, απευθύνει, ως εκπρόσωπος του Γενικού Επιτρόπου, δηλαδή του αδελφού του Αλέξανδρου, επιστολή, στον αρματολό του Ξηρόμερου και οπλαρχηγό πια της Ρούμελης Γεωργάκη Νικολού Βαρνακιώτη. Του γράφει ότι, έχοντας ενωθεί όλοι με μία ψυχή, ελπίζουν πως θα φέρουν την πατρίδα στην «πρώτη της δόξαν και λαμπρότητα». Συνεχίζει όμως με μια επισήμανση που αποτελεί και φόβο του: «Είθε ο βάσκανος δαίμων του γένους να μην ισχύση να το διαλύση με το πνεύμα της διχόνοιας. Επειδή όπου τούτο εισχωρήσει σπαράσσει και αφανίζει και τας ισχυροτέρας Βασιλείας, και πολύ μάλλον δύναμιν νεοσύστατον, γένους εκ πολλών μερών». Για τον ηγέτη λοιπόν της επανάστασης ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι η διχόνοια. Το κείμενο του Δ. Υψηλάντη συμπίπτει με τον παροιμιακό λόγο: «η ομόνοια κτίζει σπίτια κι η διχόνοια τα χαλά» και συνάδει με το διάχυτο στον δημόσιο λόγο αίσθημα ότι η δολερή, όπως την ήθελε ο ποιητής, διχόνοια είναι κατάρα της φυλής, ολετήρας του έθνους, πρόξενος εμφύλιων σπαραγμών.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ