Η σημερινή οικονομική κρίση, η οποία σχεδόν αμέσως ακολούθησε την υγειονομική κρίση του κορωνοϊού, επέδρασε άμεσα και βίαια στις εργασιακές σχέσεις, όπως κατέστη πασιφανές από τις εξελίξεις στις αρχές Μαρτίου. Για την αντιμετώπισή τους η κυβέρνηση ορθά έλαβε πρωτόγνωρα για τη χώρα μας μέτρα σταθεροποίησης των εργασιακών σχέσεων, διαθέτοντας για τον σκοπό αυτό σημαντικούς πόρους του κρατικού προϋπολογισμού. Ανάλογα μέτρα λαμβάνουν την ίδια περίοδο και πολλά άλλα κράτη, με σκοπό να γεφυρωθεί η περίοδος που θα διαρκέσει η κρίση, έχει δε ήδη αποφασισθεί οι πολιτικές αυτές να διευκολυνθούν χρηματοδοτικά από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ομοιου χαρακτήρα μέτρα είχαν ληφθεί άλλωστε σε αρκετές χώρες και για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009, με διασημότερο ίσως εξ αυτών τη βραχεία εργασία (Kurzarbeit) στη Γερμανία.
Δυστυχώς όμως ο σχεδιασμός των σχετικών ρυθμίσεων στη χώρα μας παρουσιάζει πολλά προβλήματα. Αντί κατά το πρότυπο άλλων εννόμων τάξεων να προβλεφθεί ένα απλό και ευέλικτο σύστημα μείωσης του χρόνου εργασίας, με περικοπή μεν του μισθού ταυτόχρονη όμως στήριξη των εργαζομένων με κρατική επιδότηση (short-time work compensation scheme), στην Ελλάδα επιδοτούνται μόνο εργαζόμενοι που τίθενται πλήρως σε «αναστολή». Αντιθέτως, δεν λαμβάνουν καμία απολύτως επιδότηση οι εργαζόμενοι που τίθενται σε εκ περιτροπής εργασία. Μάλιστα αυτά ισχύουν ακόμη και για τους τηλεργαζόμενους.
Η δαπάνη του κρατικού προϋπολογισμού και στις δύο περιπτώσεις θα ήταν βέβαια η ίδια, αφού δεν έχει καμία διαφορά αν το σχετικό κονδύλιο διατίθεται σε περισσότερους εργαζομένους οι οποίοι θα συνεχίσουν να παρέχουν εν μέρει την εργασία τους λαμβάνοντας μέρος του μισθού τους ή σε λιγότερους οι οποίοι για ένα χρονικό διάστημα θα σταματήσουν τελείως να εργάζονται. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο όσον αφορά τον τρόπο οργάνωσης της εργασίας. Η πλήρης αναστολή της σύμβασης εργασίας αποτελεί κατάλληλο μέτρο μόνο για τις επιχειρήσεις που διακόπτουν τελείως τη δραστηριότητά τους. Επιχειρήσεις που συνεχίζουν τη λειτουργία τους με μειωμένη δραστηριότητα, πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους το απαραίτητο προσωπικό, δηλαδή όλες τις απαραίτητες ειδικότητες και όλους όσοι κατέχουν καίριες θέσεις ή έχουν ιδιαίτερα προσόντα και ικανότητες ή εμπειρία. Ετσι, σε μια επιχείρηση με 100 λ.χ. εργαζομένους, συνήθως δεν είναι δυνατόν να επιλεγούν απλώς 20 εργαζόμενοι που θα συνεχίσουν να εργάζονται, αν η δραστηριότητα της επιχείρησης έχει μειωθεί κατά 80%. Εξού και, όπως ήδη διαφαίνεται στην πράξη, οι εργοδότες επιλέγουν να θέσουν μέρος του προσωπικού τους σε αναστολή και τους υπολοίπους σε εκ περιτροπής εργασία. Το πρόβλημα είναι ότι, συχνά, εκείνοι που εργάζονται τελικά καταλήγουν με μικρότερο εισόδημα από αυτούς που δεν εργάζονται, επειδή όσοι εργάζονται, ακόμη και εκ περιτροπής, δεν λαμβάνουν καμία επιδότηση, ακόμη και αν ο μισθός που λαμβάνουν είναι μικρότερος από την επιδότηση.
Βεβαίως, οι σχετικές ρυθμίσεις παρουσιάζουν κι άλλα παράδοξα: Αν ένας εργαζόμενος εργάζεται παράλληλα σε άλλη επιχείρηση που δεν υπάγεται στα μέτρα, δεν λαμβάνει καμία επιδότηση, ακόμη και αν ο μηνιαίος μισθός του είναι μικρότερος από την επιδότηση. Και αντιστρόφως, δεν μειώνεται η επιδότηση ενός εργαζομένου με μερική απασχόληση σε μία επιχείρηση, αν κανονικά ελάμβανε μικρότερο μισθό.
Η ανάγκη αναμόρφωσης του συστήματος είναι λοιπόν προφανής, ιδίως αν τα μέτρα παραταθούν. Ασφαλώς, η επιτυχία των μέτρων της κυβέρνησης δεν θα εξαρτηθεί όμως μόνο από το αν ο νομοθέτης προβεί στις αναγκαίες διορθώσεις. Εν τέλει θα κριθεί και από το επίπεδο προστασίας που θα έχουν το επόμενο διάστημα οι εργαζόμενοι, οι οποίοι σε συνθήκες κρίσης είναι ιδιαιτέρως ευάλωτοι. Στις επιχειρήσεις που υπάγονται στα μέτρα, το επίπεδο προστασίας σήμερα είναι μεν ικανοποιητικό, η προστασία όμως είναι χρονικά πολύ περιορισμένη. Για τους υπόλοιπους δε εργαζομένους, μέχρι σήμερα, δεν έχει προβλεφθεί καμία ιδιαίτερη προστασία, παρ’ όλο που κι εκείνοι πιέζονται έντονα στην τρέχουσα συγκυρία. Το να βοηθηθούν οι επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν το βάρος της οικονομικής κρίσης είναι απολύτως απαραίτητο αλλά όχι αρκετό. Εξίσου αποτελεσματικά θα πρέπει να προστατεύονται και οι εργαζόμενοι, όπως αναδείχθηκε για άλλη μία φορά στην παρούσα κρίση.
Ο Δημήτριος Βασιλείου είναι δικηγόρος