Παρότι η αρθρογραφία δεν είναι, συνήθως, ο χώρος για προσωπικές εξομολογήσεις, ωστόσο αυτές παραμένουν ο αποτελεσματικός τρόπος για να γράψεις για μια κοινή ανθρώπινη εμπειρία. Το Σάββατο το βράδυ, λοιπόν, έπαθα κρίση πανικού. Υστερα από έναν μήνα απόλυτης καραντίνας, όντας ευπαθής, χωρίς εξόδους, ντελίβερι και παρέα, μόνο με δυο-τρία λεπτά με τη μάνα μου από μακριά, όταν μου έφερνε προμήθειες. Τα κατάφερνα μια χαρά μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα – ή έτσι νόμιζα τέλος πάντων. Σιγά σιγά όμως η καραντίνα έμοιαζε όλο και περισσότερο με καθήλωση, τα νεύρα μου τσίτωναν με το παραμικρό, το σπίτι ήταν κλουβί, το μέτρημα νεκρών και οι φωτογραφίες με τα φέρετρα, οι φόβοι τόσων ανθρώπων για την επιβίωσή τους, όλα αυτά γίνονταν όλο και πιο δύσκολο να τα παρακολουθήσω, ένιωθα κάπως κανονικά μόνο όταν δούλευα. Σταδιακά έχασα τον ύπνο μου. Σάββατο βράδυ κι ενώ παλεύω να χαλαρώσω, αρχίζω να νιώθω ένα μούδιασμα κι ένα πλάκωμα, ώσπου κοκκάλωσαν τα χέρια μου και τα δάχτυλά μου έμοιαζαν με τις δαγκάνες του κάβουρα. Το μυαλό μου είχε χωριστεί στα δύο, από τη μια ήξερα ότι πρέπει να ηρεμήσω ενώ ταυτόχρονα έφερνα στον νου μου ειδήσεις νέων που πέθαναν στο σπίτι τους από ανακοπή. Κατέληξα στο νοσοκομείο, να αναπνέω μέσα σε μια χαρτοσακούλα μέχρι να φέρουν τον καρδιογράφο κι έναν γιατρό, που με έστειλε σπίτι αφού τον διαβεβαίωσα ότι ξέρω τι πρέπει να κάνω μετά από αυτό. Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Γιατί πάντα πίστευα ότι πρέπει να μιλάμε γι’ αυτά όπως μιλάμε για οποιοδήποτε ιατρικό θέμα. Γιατί το στίγμα και η ντροπή καταδικάζουν ανθρώπους στο να ζουν μια ζωή λιγότερο ποιοτική κι είναι ίσως μια ευκαιρία αυτή, που είμαστε όλοι πιο ευάλωτοι λόγω της κατάστασης που βιώνουμε, να μάθουμε να μοιραζόμαστε με περισσότερη κατανόηση, ενσυναίσθηση και σοβαρότητα.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ