Τις πρώτες μέρες της καραντίνας, όταν η πόλη είχε τελείως ερημώσει και κάθε είδηση από την Ιταλία μάς έκλεινε όλο και πιο βαθιά στο καβούκι μας, περπατούσαμε ένα απόγευμα με τη δεκάχρονη θυγατέρα μου στην Κυψέλη. Την επέστρεφα στο σπίτι της μαμάς της – λόγος εξόδου υπ’ αριθμόν 5, επικοινωνία χωρισμένων γονέων και τέκνων. Αντικρίσαμε αίφνης δυο τρεις πολυμελείς παρέες μαύρων να κατεβαίνουν την οδό Κερκύρας, ξένοιαστοι σαν να μη συνέβαινε τίποτα, όμορφοι μες στα πλουμιστά τους ρούχα, με εκείνο το χορευτικό βήμα γαζέλας που πάντα θα ζηλεύει ο λευκός άνθρωπος. Η Νίκη αντέδρασε σαν να ‘χε δει φαντάσματα. Ενστικτωδώς παραμέρισε, κόλλησε σχεδόν στον τοίχο της πολυκατοικίας. «Καλά, αυτοί δεν έχουν μάθει για τον κορωνοϊό; Σε άλλον πλανήτη ζουν;» με ρώτησε. «Ναι» της απάντησα. «Στον πλανήτη της φτώχειας…». Το ίδιο πρωί, ένας γνωστός μου, διευθυντής δημοτικού σχολείου σε υποβαθμισμένη γειτονιά, μου έλεγε ότι πολλοί πρόσφυγες – μετανάστες αρνούνταν την ψηφιακή διδασκαλία των παιδιών τους. Πρώτον, επειδή δεν είχαν υπολογιστές ή σύνδεση στο Διαδίκτυο. Δεύτερον, διότι κάποιος τους είχε πείσει ότι ως μουσουλμάνοι δεν κινδυνεύουν από τον Covid-19.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ