Προσπαθώ να θυμηθώ το τελευταίο μου στοπ καρέ πριν από την έναρξη της επίσημης καραντίνας. Ηταν θαρρώ παραμονές 25ης Μαρτίου, δεν θυμάμαι ποιας χρονιάς αλλά δεν αποκλείω να ήταν του 1821. Είχα μόλις τσακωθεί με τους φίλους μου που ήταν έτοιμοι να επιβιβαστούν στην κοιλία του κήτους, στα κλειστού τύπου πλοιαράκια του Αργοσαρωνικού, εκεί που από το πολύ στριμωξίδι, όχι κορωνοϊό αλλά και παιδί μπορεί να πιάσεις χωρίς να το πάρεις πρέφα. Κι αφού δυσοιώνησα τους πάντες, ήρθε η σειρά μου να δυσοιωνιστώ κι εγώ. Πήρα σβάρνα τα φαρμακεία της γειτονιάς μου εκλιπαρώντας για λίγο αντισηπτικό που μου το πούλαγαν στη μαύρη με την ίδια μαεστρία που μου πάσαραν κάποτε φυλλάδια για το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα. Αργότερα η αγορά καθώς και η πολιτική αντίληψη της χώρας εξομαλύνθηκαν, τα νεύρα μου πάντως όχι ακόμα. Μέχρι να μου τελειώσει και το τελευταίο μπουκαλάκι οινόπνευμα που κατάφερα να καβαντζώσω, θα το κερνάω με το σταγονόμετρο σε όλα τα πρόσωπα χρήζοντα βοηθείας, υπενθυμίζοντάς τους ταυτόχρονα τις λοιδορίες που εισέπραξα από μεριάς τους εκείνον τον καιρό. Δεν συγχωρώ σημαίνει ότι δεν αφέθηκα να με διαμελίσουν παρά κράτησα το μυαλό μου στο κεφάλι μου, με τους λωβούς του και τις χαρακιές του στο ακέραιο ή περίπου.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ