Με τη σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα φαίνεται να κλείνει και ο κύκλος της συναίνεσης. Η αντιπολίτευση αρχίζει να σηκώνει τους τόνους της αντιπαράθεσης και η κυβέρνηση φαίνεται πως θα σηκώνει κάθε φορά το γάντι. Αυτό είναι ασφαλώς το παιχνίδι στη δημοκρατία. Θα ήταν λάθος όμως να πιστέψουν οι πολιτικές δυνάμεις πως μπορούν να ξεπερνούν τα όρια και να αλληλοσπαράζονται όπως συνέβη πολλές φορές στο παρελθόν.

Ο λόγος δεν είναι μόνο πως η υγειονομική κρίση, απέναντι στην οποία η ελληνική κοινωνία έδωσε μια δύσκολη μάχη, είναι ακόμη εδώ. Είναι και πως η οικονομία θα περάσει και πάλι από τις συμπληγάδες της ύφεσης. Θα κριθεί και από τη συμπεριφορά του πολιτικού συστήματος εάν αυτή η ύφεση θα παραταθεί στον χρόνο δυσανάλογα σε σχέση με άλλες χώρες ή εάν η οικονομία θα επιστρέψει σε ρυθμούς ανάπτυξης ακολουθώντας άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Και αυτή η μάχη, με άλλα λόγια, πρέπει να δοθεί συντεταγμένα και χωρίς τις εξαλλοσύνες που χαρακτήρισαν την πολιτική διαμάχη στο παρελθόν.

Υπάρχει όμως και ένας τρίτος λόγος για τον οποίο επιβάλλεται η συναίνεση. Και αυτός δεν είναι άλλος από το γεγονός πως η συναίνεση είναι πλέον επιταγή της κοινωνίας. Οι πολίτες έχουν κουραστεί από τις συνεχείς συγκρούσεις και από διαμάχες μέχρις εσχάτων που γίνονται για το θεαθήναι. Γνωρίζουν πλέον πως οι μάχες δίνονται αποτελεσματικά όταν υπάρχει ενότητα και ομαδικό πνεύμα. Ο διάλογος είναι εξάλλου η πεμπτουσία της δημοκρατίας. Και όχι η πόλωση.