Η εκδίκαση της υπόθεσης της δολοφονίας της Ελένης Τοπαλούδη θυμίζει ότι σε πείσμα των διακηρύξεων περί ισότητας αναπαράγεται στην κοινωνία μας μια εκδοχή «αρρενωπότητας» που δεν είναι απλώς «τοξική» αλλά κυριολεκτικά δολοφονική. Ούτε είναι τυχαίο πόσο καιρό χρειάστηκε για να καθιερωθεί – και πάλι όχι στην κλίμακα που θα έπρεπε και έχοντας να αντιμετωπίσει την κακότροπη ειρωνεία διαφόρων δημοσιολογούντων – η αναφορά σε γυναικοκτονίες, για να περιγραφούν οι δολοφονίες που έχουν να κάνουν με ένα πλαίσιο σεξιστικής και πατριαρχικής βίας. Ακόμη και τώρα δυσκολευόμαστε να αποδεχθούμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια βία που προκύπτει από μια υπαρκτή έμφυλη ανισότητα και καταπίεση. Και εάν ο βιασμός μετά φόνου αντιμετωπίζεται ως ειδεχθές έγκλημα, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πόσες φορές στις εκδικάσεις υποθέσεων βιασμών η συζήτηση ακόμη επικεντρώνεται στο εάν το θύμα «προκάλεσε». Ούτε ήταν τυχαίο ότι χρειάστηκε ιδιαίτερη κινητοποίηση για να ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη ο διεθνής ορισμός του βιασμού ως σεξ χωρίς συναίνεση, για να μην αναφερθούμε στο γεγονός ότι ακόμη και σήμερα οι περισσότερες γυναικοκτονίες στο μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας σφαίρας καταγράφονται ως «εγκλήματα πάθους», παρότι αποτελούν τις πιο βάναυσες εκφράσεις μιας αντίληψης κυριαρχίας και ιδιοκτησίας επί του γυναικείου σώματος. Αυτό άλλωστε ανέδειξε και η διαπίστωση ότι για πολλές γυναίκες το υποχρεωτικό «μένουμε σπίτι» σήμαινε μεγαλύτερη έκθεση στη βία, όπως φάνηκε και από το πόσο αυξήθηκαν οι καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία στην τηλεφωνική γραμμή SOS 15900 της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ